H Ανγκελα Μέρκελ είναι καγκελάριος από το 2005 και ήδη ολοκληρώνει την τρίτη της θητεία, ενώ διεκδικεί και μία τέταρτη. Αν στις γερμανικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου οι Χριστιανοδημοκράτες επικρατήσουν, πράγμα που τα δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι θα συμβεί, η Μέρκελ θα ισοφαρίσει το σκορ του Χέλμουτ Κολ όσον αφορά τον χρόνο παραμονής της στην καγκελαρία –ο τελευταίος υπήρξε ο μακροβιότερος Bundeskanzler στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ).

Η πολιτική καριέρα της Μέρκελ στο CDU ξεκίνησε μετά τη γερμανική επανένωση και επρόκειτο για μια μάλλον αντισυμβατική διαδρομή: τι δουλειά είχε μια ανατολικογερμανίδα προτεστάντισα, χωρίς κομματικά ερείσματα, σε ένα ανδρικό κόμμα καθολικών προυχόντων; Η εκτίναξή της στην κομματική ιεραρχία ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με μια πατροκτονία, που επικυρώνεται με τη δημόσια καταγγελία εκ μέρους της του πολιτικού μέντορά της και τότε επίτιμου προέδρου του CDU Χ. Κολ. Οι αποκαλύψεις σχετικά με τις παράνομες δωρεές στους Χριστιανοδημοκράτες, για τις οποίες κομματικοί προύχοντες εμφανίζονταν εμπλεκόμενοι από κομματικό πατριωτισμό να μην εκθέσουν το κόμμα τους όσον αφορά τις πηγές της παράνομης χρηματοδότησής του, ήταν το εφαλτήριο για τη Μέρκελ να ανέβει ραγδαία την κομματική ιεραρχία: από την προεδρία του τοπικού CDU στο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας στην εκλογή της ως προέδρου του ομοσπονδιακού CDU.

Οι αντίπαλοί της την έχουν χαρακτηρίσει τακτικίστρια που ξέρει πώς να «φιλετάρει» τους εσωκομματικούς αντιπάλους της. Πιο ουδέτεροι αναλυτές συνυπολογίζουν στα προσόντα της τον ορθολογισμό και την «απουσία εκδραματισμού» στο στυλ της: αυτό που για κάποιους θεωρείται μειονέκτημα, το ότι δεν έχει ρητορική δεινότητα και χαρισματικότητα, αποδείχθηκε το μεγάλο προσόν της Μέρκελ. Ο,τι την καθιστά ικανή να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις είναι ακριβώς το γεγονός ότι επικεντρώνεται στην ουσία των πραγμάτων και όχι στη σκηνοθεσία τους. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τις επιλογές της, αλλά πρέπει να της αναγνωριστεί ότι αυτές όσο κι αν σε κάποιο βαθμό επηρεάζονται, ωστόσο δεν προσδιορίζονται από την πολιτική συγκυρία.

Σήμερα, σε μια Ευρώπη που η δημαγωγία και ο λαϊκισμός έχουν εκτοξευθεί, είναι σημαντικό ότι υπάρχει μια πολιτικός στη χώρα με την ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης που δεν υιοθετεί αυτό το στυλ. Ο λαϊκισμός χρειάζεται αναχώματα. Παρ’ όλα αυτά, η τάση στις μέρες μας είναι το φλερτ με τον λαϊκισμό στην προοπτική της αποκόμισης υποστήριξης από το εκλογικό του κοινό και της αποτροπής εκροών από τις καθιερωμένες κομματικές δυνάμεις προς τα «αντισυστημικά» κόμματα. Αυτή την πρόκληση έχει να αντιμετωπίσει άμεσα και η Μέρκελ καθώς το κόμμα της έχει πια στα δεξιά του την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα κόμμα που προβάλλει τις ευρωσκεπτικιστικές, αντιμεταναστευτικές και ξενοφοβικές ιδέες του προσελκύοντας αδρανείς ψηφοφόρους αλλά και έναν σημαντικό αριθμό εκλογέων από τα υπόλοιπα κόμματα και πρωτίστως από το CDU. Παρά την κινδυνολογία που επικράτησε από το 2015, όταν η εκλογική διαδρομή του στα κρατίδια ήταν ανοδική και οι προβλέψεις έλεγαν το AfD θα εκτοξευτεί στην κεντρική πολιτική σκηνή δημιουργώντας προβλήματα στο κόμμα της Μέρκελ, η ίδια στάθηκε απέναντι από το AfD· σε ομιλία της στην Bundestag (7.9.2016) προειδοποίησε εκείνους που ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν την ατζέντα του πώς αν το μιμηθούν, θα το δικαιώσουν και θα διευκολύνουν την υποστήριξή του από τους εκλογείς.

H «παιδαγωγική» της Μέρκελ όσον αφορά το AfD φαίνεται να είναι σωστή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και ικανή να το ωθήσει στο περιθώριο. Ενα απο τα προβλήματα των Χριστιανοδημοκρατών αλλά και των Σοσιαλδημοκρατών είναι ότι χάνουν ψηφοφόρους από τον πυρήνα των βασικών τους υποστηρικτών. Ενα σημαντικό και ολοένα διευρυνόμενο τμήμα τους (ήταν 17,6 εκατ. στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές) δεν προσέρχεται καν στις κάλπες και απέχει από τις εκλογές. Οι απώλειες στα εκλογικά κάστρα και η ολοένα και μικρότερη ικανότητα Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών να κινητοποιούν το εκλογικό σώμα είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα δύο κόμματα εξουσίας στη Γερμανία. Ομως και τα μικρότερα σε δύναμη κόμματα εμφανίζουν αστάθεια όσον αφορά την απήχησή της στους εκλογείς: οι Φιλελεύθεροι μπορεί να επανακάμπτουν, αλλά στις εκλογές του 2013 είχαν μείνει εκτός της Ομοσπονδιακής Βουλής, ενώ οι Πράσινοι και το Linke βρίσκονται αρκετά πιο κάτω από τα ποσοστά τους και τις προοπτικές που διαγράφονταν και για τα δύο αυτά κόμματα στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009.

Η κυριαρχική παρουσία της Μέρκελ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας κρύβει υπαρκτά προβλήματα κατ’ αρχάς σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού: είναι η δεύτερη επιπλέον θητεία που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας η γερμανίδα καγκελάριος πέρα από το όριο των δύο θητειών που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της όταν είχε πρωτοεκλεγεί καγκελάριος, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες στην μετά Σρέντερ εποχή δοκιμάζουν κάθε φορά και έναν διαφορετικό υποψήφιο καγκελάριο χωρίς να επιτυγχάνουν τα αποτελέσματα που επιθυμούν. Είναι εντυπωσιακό ότι στη χώρα με την ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, το 1/5 των πολιτών της αισθάνεται οικονομικά ανασφαλές και νιώθει αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως είναι οι συντάξεις, ο κίνδυνος της φτώχειας ή οι δυσκολίες της τρίτης ηλικίας.

Οι εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου στην ΟΔΓ είναι εκλογές μετάβασης. Ενα ενδεχόμενο είναι να δοκιμαστούν νέες συμμαχίες για τον σχηματισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και να δοθεί ένα τέλος σε κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού. Αυτό θα κριθεί από την εκλογική αριθμητική αλλά θα συνυπολογιστεί και η επιρροή που θα καταγράψουν οι ακροδεξιοί του AfD, καθώς ένας μεγάλος συνασπισμός μπορεί να αποτελέσει μια επιπλέον πολιτική ευκαιρία ώστε ο καταγγελτικός λόγος του AfD εναντίον των κομμάτων και των πολιτικών να ηχεί πειστικότερα στους απογοητευμένους και δυσαρεστημένους εκλογείς των μεγάλων κομμάτων.

Η άνοδος της Μέρκελ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας ήταν το επιστέγασμα της επανένωσης των δύο Γερμανιών και της ενοποίησης της Ευρώπης μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τριάντα χρόνια μετά (οι μεθεπόμενες ομοσπονδιακές εκλογές θα γίνουν το 2021) η ατζέντα αλλάζει. Μια νέα μετα-μεταψυχροπολεμική εποχή είναι ήδη εδώ: ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Ερντογάν, ο Κιμ Γιονγκ Ουν θέτουν το περίγραμμά της και αποτελούν μια απειλή για τον βεμπεριανό ιδεότυπο της πολιτικής ως μια λειτουργία αρχών και ευθύνης.

Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο