Η ταυτότητα του ευκίνητου, εξομολογητικού υποκειμένου, το οποίο μεταβαίνει όντως με ιδιαίτερη άνεση από το ένα γένος στο άλλο, συμπεριλαμβανομένου του ουδετέρου, παρέχεται με υποδειγματική σαφήνεια στο επιλογικό κομμάτι της συλλογής. Η ομολογία επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, το ποιητικό ήθος, το οποίο συνέχει το κείμενο από την υποβλητική του έναρξη ώς το εγκαυστικό τέλος του. Ασφαλώς το κύκνειο άσμα θα μπορούσε να διαβαστεί και στη θέση του προλόγου, αποδεικνύοντας αμέσως στην πράξη την αυστηρή κυκλική συνέπεια, η οποία διέπει το όλο έργο. Παραθέτω επί λέξει τα εξής χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Είμαι ένα ρεύμα θερμό, ρόδινο, / Οπου κυλάνε τα πεσμένα φύλλα. / Και είμαι εκείνη που τραβάει τα δίχτυα / Και φέρνει πάνω τα θνητά […] Είμαι τα ανέσπερα καντήλια / Πού κρέμασε ο αέρας σ’ άδεια κάμαρα. / Κι είμαι ο σκύλος που κλεισμένος μέσα / Κουνάει την ουρά σ’ ένα φάντασμα […] Και είμαι εκείνη που κλαίει χαρούμενη, / Πώς ξέσπασε μια τόσο όμορφη μέρα; / Είμαι ο τυφλός με τη λάσπη στα βλέφαρα / που νιώθει τα θαυματουργά τα δάχτυλα». Η επαγγελματική φιλολογική κατάρτιση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου έχει ήδη τεθεί ασμένως προ πολλού στην υπηρεσία του εξειδικευμένου ποιητικού τολμήματος: η καθ’ όλα παραγωγική αυτή ώσμωση διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας, επιμελή προσέγγιση και του παρόντος εγχειρήματος. Ο λόγος, φρονώ, ακούγεται με τη φυσικότητα, φέρ’ ειπείν, του φλοίσβου. Η επαναφορά ιδρύει ακουστική ηδύτητα. Η δε επαφή με την πραγματικότητα προβλέπει, μεταξύ άλλων, την επαναδιαπραγμάτευση του προσώπου με ό,τι το ίδιο πιστεύει ότι είναι χρόνος. Εξού και η έντονη αίσθηση της ροής, η οποία σπεύδει την κατάλληλη στιγμή να επιστρέψει στην πηγή της. Ο ρυθμός αποτελεί το πρώτο μέλημα της σύνθεσης. Είναι το σφυροκόπημα μιας συλλογικής ενοχής. Αντιλαμβάνομαι ότι η διαρκής υπόμνηση του χρέους απέναντι στον Εαυτό προκαλεί τη διέγερση του ρήματος. Το κάθε ποίημα προοικονομεί εμμέσως πλην σαφώς το άλλο. Το επόμενο σχεδόν τεκμαίρεται, ενώ το προηγηθέν αφορά κατά κανόνα το κοντινό ή και απώτερο μέλλον.

Οι τρεις τρόποι

Με τρεις τρόπους φρονώ ότι μπορούμε να μελετήσουμε το σημερινό πολλαπλό μήνυμα της δικαίως πολυβραβευμένης αυτής δημιουργού, χαρακτηριστικής εκπροσώπου της πολυφωνικής γενιάς του ’70, όπως κατατίθεται στην πρόσφατη αυτή, δέκατη τρίτη κατά σειρά, συλλογή της των σαράντα ποιημάτων. Πρώτον, ως λυρική καταγγελία για τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεύτερον, ως εκ βαθέων εξομολόγηση μιας αναστοχαζόμενης ύπαρξης για τα όσα την αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα. Δηλαδή, άμεσα και διαχρονικά. Και τρίτον, ως μονόπρακτο δράμα του ανθρώπου εν γένει, ο οποίος πασχίζει να αποδείξει ότι όντως είναι ο ζωτικός φορέας πολιτισμικών αξιών. Πολλές μάσκες ακυρώνονται από τη δράση της εμπνευσμένης αποδόμησης, εδώ και τώρα. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω συλλογή είναι το πλέον μαχητικό, ευφυώς στρατευμένο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Τα ποιήματα συνοψίζουν, κατά τα άλλα, τα κυριότερα κεφάλαια της βιοτής, όπως τη σπουδάζει ένας ομολογουμένως βαθύνους παρατηρητής. Συγκρατώ ότι η κατασταλαγμένη πείρα των αλλεπάλληλων σαρωτικών βλεμμάτων του συγκεκριμένου δημιουργικού λόγου εξακολουθεί να διοχετεύεται στις οδούς και στις παρόδους του ποιήματος με τάξη. Η προσήλωση στις προδιαγραφές της επιδέξιας συνύπαρξης χαρακτηριστικών δεδομένων της εξ αντικειμένου πραγματικότητας και των προϊόντων αμιγώς φαντασιακής υφής αποδίδει και πάλι καρπούς. Το τελικό αισθητικό προϊόν δεν αντανακλά, όπως θα περίμενε ο βιαστικός αναγνώστης, τη θλίψη ενός ισοπεδωτικού αφανισμού τού εγώ, αλλά την προοπτική της επανεμφάνισής του, μέσα από τα παρ’ ολίγον ερείπιά του, ως του δικαιότερου κριτή των όσων δοκίμασαν να το παγιδεύσουν. Πρόκειται για την πνευματική αλκή, η οποία παραμένει αλώβητη και άφθιτη παρά τα όσα ενάντια έχουν κατά καιρούς υψωθεί. Εξού και η πτήση στην κατακλείδα του ποιήματος που τιτλοφορείται «Δώδεκα». Ητοι: «Κατακόκκινα σαν ρόδα σε κόλλυβα / Χώνονται στον αέρα δευτερόλεπτα. / Αν ήμασταν πουλιά, αν πετούσαμε, / Με ράμφη πεινασμένα καταπάνω τους / Πόσες ψυχές θα είχαμε σώσει». Ανάλογα ισχύουν για την ανάκτηση του πολυτιμότερου υλικού που διαθέτει εξ ορισμού η ύπαρξη, δηλαδή: «Πώς την καρδιά ενός γιγάντιου κήτους / Να ρίξουμε σ’ ελεεινό τηγάνι, / Πώς, ύστερα, υπό τη θυμηδία των κυμάτων, / Να μπούμε στην ουρά με καραβάνα / Και πώς στο τέλος τέτοιαν αλητεία / να ξαναπείς ψυχή».

Η αίσθηση της διαστολής

Επισημαίνω ότι η «ακατοίκητη πατρίδα» και η «κατάκοιτη χώρα», όπως ακριβώς προκύπτουν στο τρίτο και ενδέκατο κατά σειρά ποίημα, με τίτλους αντιστοίχως «Διασπορά» και «Ανεπιστρεπτί», εντοπίζονται ασφαλώς σε κάθε σημείο του πλανήτη μας, όπου η αλλοτρίωση, ο ατελεύτητος εξανδραποδισμός του ατόμου, προσπαθεί να αντικαταστήσει τη γνώση του όντος. Δεν ξεχνώ βέβαια ότι η ποιήτρια διακρίνεται τόσο για τις ευρύτερες υφολογικές της μέριμνες στο πεδίο των προωθημένων κειμενικών εμπεδώσεων όσο και για τη χρόνια τριβή της με θέματα της γενικής λογοτεχνίας. Εξού και η επιμονή μου να διαβάζω τον «Παράκτιο οικισμό» σαν να ήταν γραμμένος και για μια χώρα της Εγγύς Ανατολής, του Ειρηνικού Ωκεανού ή ακόμα και της Νότιας Αμερικής. Υφίσταται άλλωστε έντονη σε πλείστα σημεία και η αίσθηση της διαστολής της σκηνής, της διεύρυνσης των δεικτών σε ασυνήθη πέρατα, σε μια χωροταξία έξω από τα κατά κανόνα ισχύοντα στον χώρο της τρέχουσας παραγωγής στίχων. Εννοώ: «Μακρυά, στη γραμμή του ορίζοντα, / Ανοιγοκλείνει ένα στόμα. / Βλέπω την κόκκινη γλώσσα / Που πλαταγίζει στον φάρυγγα / Μιαν άυλη μπουκιά από κρότους». Το δε «μαύρο άστρο από το οποίο χύνεται καρβουνόσκονη», το οποίο απαντά σε κρίσιμο σημείο της συλλογής, θα μπορούσε να φανεί με την ίδια ευκολία και στο οπτικό πεδίο ενός κατοίκου των Αντιπόδων. Η εμβέλεια του ποιητικού ρήματος συνιστά αδιαμφισβήτητο κεκτημένο, κοντολογίς, η ταχύτητα πρόσληψης της ουσίας των σχέσεων που μας συνδέουν με τα πρόσωπα αλλά και με τα πράγματα ασφαλώς και αυξάνεται, όταν αξιοποιείται στο έπακρο το δίδαγμα από ποιητικές αποκρυσταλλώσεις, όπως αυτές τις οποίες παρέχει η ποιότητα των εκφάνσεων του «Παράκτιου οικισμού».

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Παράκτιος οικισμός

Εκδ. Μελάνι 2017, Σελ. 53

Τιμή: 8 ευρώ