«Οχι» σε όλες τις δρομολογούμενες αλλαγές της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας λένε οι γιατροί της χώρας, κάνοντας λόγο για μέτρα-υποκρισία και προσχηματικές μεταρρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της νέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ενώ κόκκινο πανί αποτελούν για τον κλάδο το μισθολόγιό τους και το σχέδιο νόμου που αλλάζει τα δεδομένα στο ωράριο του ΕΣΥ.

Ειδικά σε ό,τι αφορά το νέο ωράριο, οι νοσοκομειακοί γιατροί βρίσκονται σε θέση άμυνας, επιμένοντας ότι οι προωθούμενες αλλαγές απέχουν μακράν από τον στόχο της εναρμόνισης της χώρας με το ευρωπαϊκό δίκαιο, που ορίζει το 48ωρο ως ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας.

ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ. Η καθιέρωση των 12 ωρών ως ανώτατου χρόνου συνεχόμενης εργασίας των γιατρών του ΕΣΥ είναι η βασική αλλαγή που προωθεί το υπουργείο Υγείας στο ωράριο των νοσοκομειακών γιατρών. Και παρόλο που η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετική για το κουρασμένο προσωπικό, εκείνοι που φορούν καθημερινά άσπρες μπλούζες και βιώνουν τις τραγικές ελλείψεις σημειώνουν ότι το σχέδιο είναι ανέφικτο.

Και επιμένουν ότι σε μια προσπάθεια να αποφύγει το ελληνικό κράτος τη νέα… καμπάνα ύψους 150 εκατ. ευρώ από το Ευρωδικαστήριο, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας καθιερώνει στο ίδιο σχέδιο νόμου την «ατομική δήλωση συναίνεσης» (opt-out) ώστε οι γιατροί να παραβιάζουν με δική τους ευθύνη το ανώτατο εβδομαδιαίο όριο ωρών εργασίας κατά 12 ώρες.
«Ποιος γιατρός –ιδίως ειδικευόμενος –θα μπορέσει να αρνηθεί την υπογραφή της ατομικής δήλωσης συναίνεσης υπό την πίεση της διοίκησης;» αναρωτιέται, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο καρδιολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων στον Ευαγγελισμό Ηλίας Σιώρας.
Αλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί σε εφαρμογή ο προωθούμενος νόμος είναι να «διπλασιαστεί ο αριθμός των γιατρών του ΕΣΥ στην περιφέρεια, ενώ σε ό,τι αφορά τα νοσοκομεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κρίνεται αναγκαία η αύξηση κατά 50% στο ιατρικό προσωπικό».

Ο Ηλίας Σιώρας αντλεί την πεποίθηση ότι το σχέδιο είναι ανεφάρμοστο και από το γεγονός ότι οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού είναι ελάχιστες σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες.

Ενδεικτικά αναφέρει την περίπτωση του Ευαγγελισμού: «Πρόσφατα το νοσοκομείο ανακοίνωσε την άμεση ανάγκη κάλυψης 50 θέσεων. Στην πράξη, μόνο μία κενή θέση θα καλυφθεί έπειτα από προκήρυξη για μόνιμο προσωπικό, ενώ εγκρίθηκε προϋπολογισμός για επιπλέον 22 επικουρικούς γιατρούς».

Η ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΥΓΕΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙ. Εν τω μεταξύ, για οδυνηρά αποτελέσματα στην υγεία των πολιτών κάνουν λόγο οι γιατροί, αναφερόμενοι στις προωθούμενες αλλαγές στην πολύπαθη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).

Στο πλαίσιο αυτό, σε ανοιχτή επιστολή ο καρδιολόγος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Κλινικοεργαστηριακών Ειδικοτήτων (ΠΟΣΚΕ) Φώτιος Ν. Πατσουράκος διευκρινίζει ότι το σχέδιο νόμου που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση και τέθηκε σε διαβούλευση απορρίφθηκε σχεδόν από το σύνολο του ιατρικού κόσμου και τους ιατρικούς συλλόγους με το αίτημα της διαπραγμάτευσης από μηδενική βάση.

Μάλιστα, ο ίδιος διευκρινίζει ότι «αυτό δεν έγινε για αντιπολιτευτικούς και συντεχνιακούς λόγους, αλλά για λόγους που εκπορεύονται από την κοινή λογική ή την ανάγκη για καλύτερη υγεία των πολιτών».
Ετσι, μεταξύ άλλων, ο Φώτιος Ν. Πατσουράκος περιγράφει τις δρομολογούμενες αλλαγές ως μία ακόμη μαύρη τρύπα στην Υγεία, καθώς στην πλήρη λειτουργία τους οι Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) θα απορροφούν πόρους ύψους 400 εκατ. ευρώ ετησίως.
Δεδομένου δε ότι η χρηματοδότηση του έργου προέρχεται αρχικά από το ΕΣΠΑ και τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρώπης, όμως μετά τη διετία θα υπάρχει σταδιακά αυξανόμενη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού, οι ειδικοί σημειώνουν ότι το εγχείρημα στηρίζεται σε… πήλινα πόδια.

Επιπλέον, ο ίδιος λέει ότι «ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού, που φυσικά είναι καλοδεχούμενος, πρέπει να είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση του πολίτη». Και εγείρει ενστάσεις για τον ρόλο του «φύλακα» (gatekeeper) που αναλαμβάνει ο οικογενειακός γιατρός, καθώς ορίζεται ως αποκλειστικά υπεύθυνος για την έγκριση των παραπομπών των ασθενών, μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος, στα νοσοκομεία και τα διαγνωστικά κέντρα (είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτικά).