Η πιο πρόσφατη χαμένη ευκαιρία της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν η ακύρωση της προσπάθειας που έγινε, αρχικά από τη Μαριέττα Γιαννάκου και στη συνέχεια, πιο ολοκληρωμένα, από την Αννα Διαμαντοπούλου, για τον συντονισμό της ελληνικής εκπαίδευσης με όσα συμβαίνουν διεθνώς. Οι στόχοι ήταν: ουσία στην εκπαίδευση, αυτονομία, διαφοροποίηση, αξιολόγηση, διαφάνεια, λογοδοσία. Αν αυτή η προσπάθεια είχε επιτραπεί να ευοδωθεί, τουλάχιστον τα ελληνικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να είναι σήμερα στην πρώτη γραμμή για την ανάταξη της χώρας. Αντ’ αυτού βουλιάζουν στη ρουτίνα, στη μετριότητα, στην ίντριγκα, στην ανυποληψία και στην ανέχεια, για να μην πούμε για τη βρώμα και τα σκουπίδια, την έλλειψη θέρμανσης στα κουφάρια των κτιρίων τους, τη μόνιμη κατάληψη και εγκατάλειψη χώρων, την έλλειψη επιστημονικών περιοδικών κ.λπ. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη μονάδες αντίστασης που, σ’ ένα αποκαρδιωτικό περιβάλλον, καταφέρνουν να τιμούν την επιστήμη και τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου και να κρατούν με κόπο το κεφάλι της ανώτατης εκπαίδευσης έξω από το νερό.

Ποιος εμπόδισε αυτή την προσπάθεια; Αφενός, οι πολλαπλές ομάδες που παρασιτούν επί της δημόσιας εκπαίδευσης και την εκμεταλλεύονται για ίδιον όφελος. Οι κραυγές και τα συνθήματα υπέρ του Δημοσίου στο προσκήνιο έκρυβαν συνήθως ιδιοτελείς μεθοδεύσεις στο παρασκήνιο. Αφετέρου, εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, με προεξάρχοντες τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συμμάχους του, που στήριξαν και αξιοποίησαν τις συντεχνίες, επένδυσαν και συμμετείχαν στην αυθαιρεσία, στους τραμπουκισμούς, στην ανυπακοή χωρίς συνέπειες, στην τυφλή άρνηση και στην ασυδοσία ώστε να μην αλλάξει απολύτως τίποτε. Πώς να ξεχάσει κανείς τους ανυπότακτους πρυτάνεις-στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έβαζαν λουκέτο στα ιδρύματα και κρέμαγαν μαύρες σημαίες, τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του που έσπευδαν να στηρίξουν κάθε παρανομία;

Και τι έκαναν τώρα που βρέθηκαν στην κυβέρνηση; Ανακάλυψαν όψιμα ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια για οποιεσδήποτε αλλαγές είναι «η συντεχνιακή νοοτροπία και οι πελατειακές σχέσεις», αυτές ακριβώς που καλλιεργούσαν και υπερασπίζονταν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Επί δυόμισι χρόνια επιδόθηκαν σε επάλληλους και αέναους προσχηματικούς διαλόγους μόνο με φίλους τους που παρήγαγαν πρόχειρα συμπιλήματα, αφενός για να αποκτήσουν θέσεις που, καθ’ ομολογίαν τους, δεν διέθεταν και αφετέρου για να τους χρησιμοποιήσουν ως προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο ξήλωναν προηγούμενους νόμους, ψήφιζαν τροπολογίες εμβόλιμες και απάλλασσαν με φωτογραφικές ρυθμίσεις ημετέρους από τυχόν προηγούμενες παρανομίες τους. Κι έρχεται εκ των υστέρων ο υπουργός να μιλήσει για πρόβλημα αποσπασματικών ρυθμίσεων που πρέπει να κωδικοποιηθούν! Τα «επιτεύγματά» τους; Η κατάργηση των πρότυπων σχολείων με την εν γένει απαξίωση και λοιδορία της αριστείας, η αντισυνταγματική, όπως έκρινε το ΣτΕ, επιλογή των διευθυντών, η κατάργηση των Συμβουλίων στα πανεπιστήμια.

Ολα αυτά δεν έχουν σχέση με την παιδεία και την εκπαίδευση. Είναι ένα επικοινωνιακό σκηνικό αντιπερισπασμού που συντηρείται με συνεχείς συνεντεύξεις όπου αναγγέλλονται μέτρα στο γόνατο, τα οποία στη συνέχεια ανακαλούνται μόλις υπάρξει η παραμικρή αντίδραση. Ακόμη περιμένουμε το νομοσχέδιο που είχε υποσχεθεί ο υπουργός για την εβδομάδα μετά τις 6 Απριλίου. Ισως με τον επόμενο αντιπερισπασμό, με μια νέα συνέντευξη.

Χρειαζόμαστε για την εκπαίδευση στόχους για τους οποίους να υπάρχει σχέδιο, παρακολούθηση των αλλαγών και συνεχής αποτίμηση ώστε να μπορούν να γίνουν διορθώσεις. Τι στόχους να βάλουμε; Να είναι τα σχολεία μας εφάμιλλα των καλύτερων διεθνώς, οι μαθητές τους να βρίσκουν και να καλλιεργούν τις κλίσεις τους και ν’ αποκτούν δεξιότητες και γνώσεις, τα πανεπιστήμιά μας να είναι κυψέλες μελέτης και έρευνας, πόλος έλξης για φοιτητές και ακαδημαϊκούς από όλον τον κόσμο. Η Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα θα μπορούσε να έχει συντριπτικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι πολλών άλλων χωρών και να αποκτήσει την ήπιας μορφής αλλά τεράστια ισχύ που δίνει η επιρροή στο πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού, στους νέους και στις νέες μιας χώρας. Αυτοί που θα σπουδάσουν εδώ όχι μόνο θα συμβάλουν στην εθνική οικονομία, αλλά θα διεθνοποιήσουν τα ιδρύματα, θα φέρουν ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού, θα γίνουν και θα παραμείνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές και φίλοι της χώρας μας. Αντ’ αυτού παραμένουμε καθηλωμένοι και κλειστοφοβικοί.

Χρειαζόμαστε απαλλαγή από ιδεοληψίες και μια πνοή δημιουργίας και αναγέννησης για να κάνουμε την παιδεία ν’ ανθήσει. Αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί.

Η Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών