Την εβδομάδα που πέρασε, η λεπτή κόκκινη γραμμή που απλώνεται ως ευμετάβλητο σύνορο ανάμεσα στους μύθους της Ιστορίας και την πραγματικότητα των ανθρώπων, τύλιξε δύο γεγονότα, συγκυριακά μεν αλλά καθόλου άσχετα. Κοινός παρανομαστής η διαπίστωση ότι για να φέρουμε στον σύγχρονο διάλογο τον κομμουνισμό, πρέπει να κάνουμε μακροβούτια 60, 80 ή και 100 ετών στο παρελθόν. Το ένα λοιπόν ήταν η απόψυξη όχι μόνο της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής αλλά και των διακυβευμάτων της με αφορμή το μουσείο Νίκου Μπελογιάννη. Εξήντα πέντε χρόνια μετά την εκτέλεσή του, αχός βαρύς ακούστηκε και πολλά λεκτικά τουφέκια έπεσαν για το αν ήταν ήρωας και σε ποιον ανήκουν οι τίτλοι ιδιοκτησίας του ηρωισμού του. Σαν να φορέσαμε παλτουδάκια μοντέλο 1952 και σταθήκαμε στις πίσω σειρές του Στρατοδικείου. Ή σαν να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε, με τις εκ των υστέρων εξελίξεις, πρότερα γεγονότα.

Κατ’ αρχάς ο Μπελογιάννης ήταν ήρωας στο μέτρο που είναι ηρωισμός να βάλει κάποιος την ιδεολογία του πάνω από τη ζωή του. Κυρίως όμως είναι ήρωας του λαϊκού θυμικού –για να μην πω της ποπ κουλτούρας και ανατριχιάσουν οι κομμουνιστές φίλοι μου. Πέρασε στην Ιστορία ως «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» που μετέπειτα επιχρωματίστηκε κόκκινο κι έγινε τραγούδι, ενώ στις φωτογραφίες δείχνει ανοιχτό ροζ. Αν ο Μπελογιάννης δεν ήταν νέος και ευειδής, αν ο Πικάσο δεν έκανε το περίφημο σκίτσο, αν δεν γυριζόταν το 1980 η ταινία του Νίκου Τζίμα που έκοψε, τότε, δύο εκατομμύρια εισιτήρια, αν δεν υπήρχαν δηλαδή αυτοί οι συμβολισμοί που λειτούργησαν ως επικοινωνιακά εργαλεία, δεν ξέρω αν, σήμερα πλέον, θα ξεπερνούσε τα όρια της εσωκομματικής κατανάλωσης. Αυτοί οι ήρωες ανήκουν στον μύθο τους. Εστω κι αν είναι, τυχαία στην προκειμένη περίπτωση, σκηνοθετημένος.

Τη σκηνοθεσία της Ιστορίας αναφέρει και ο Φώτος Λαμπρινός στο ντοκιμαντέρ του «The Great Utopia», με αφορμή τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση που προβάλλεται αυτές τις μέρες. Μια πυκνή, τόσο ιστορικά όσο και κινηματογραφικά, αφήγηση «της μεγαλύτερης ουτοπίας που γέννησε ποτέ η ανθρωπότητα» όπως σημειώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αξίζει να το δει κάποιος όχι μόνο για τα ιστορικά τεκμήρια που παραθέτει αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ο Λαμπρινός, γέννημα θρέμμα της Αριστεράς, αν και κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του αφηγητή δημιουργώντας με τη «μπαμπαδίστικη» φωνή του μια οικειότητα με τον θεατή, αποστασιοποιείται από τα γεγονότα. Συνειδητοποιούμε λοιπόν ότι την Οκτωβριανή Επανάσταση τη γνωρίζουμε έτσι όπως τη σκηνοθέτησε, σε μορφή ηρωικού ντοκιμαντέρ, ο Αϊζενστάιν στον «Οκτώβρη», ενώ στην πραγματικότητα ο λαός ούτε συμμετείχε ούτε καν κατάλαβε τι έγινε εκείνο το βράδυ της 25ης προς 26η Οκτωβρίου του 1917.

Βέβαια, δεν προσφέρονται όλες οι σελίδες της Ιστορίας για την καλλιέργεια μύθων. Ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα είναι καθηλωτική. Ο Λαμπρινός αναφέρεται στην πείνα που προκλήθηκε τεχνηέντως στις σιτοπαραγωγές περιοχές το 1933 και οδήγησε στην ανθρωποφαγία. Οταν μια γυναίκα διηγείται πως μια μέρα πήγε στα παντζαροχώραφα και ώσπου να γυρίσει,οι γείτονες είχαν φάει το αγοράκι της, οι μύθοι μένουν μετέωροι και αδειανοί. Εξάλλου το ντοκιμαντέρ τελειώνει το 1934. Ολα όσα συνέβησαν μετά, όπως λέει ο Λαμπρινός, δεν έχουν καμιά σχέση με την «Ουτοπία». Με ή χωρίς γαρίφαλα.