Το πρώτο –και αυτονοήτως εκτός συζητήσεως: Προκειμένου περί εθνικής γεωγραφίας (και κυριαρχίας) αβαρία καμία. Το απλό. Και οπωσδήποτε αδιαπραγμάτευτο. Για όλους. Ως η (χωρίς έωλα εθνικιστικά σύνδρομα) κοινή συντεταγμένη της φυσικής φιλοπατρίας όσων οικούν αυτό τον τόπο. Κι αυτό δεν χρειάζεται ούτε πομπώδεις κήρυκες ούτε φιλοκρόταλους συνηγόρους. Και κυρίως όχι επηρμένες ρητορείες ανέξοδων ηρωισμών κι εφθαρμένα στερεότυπα ετεροχρονισμένων παλικαρισμών. Που συνήθως εξαργυρώνονται πολύ ακριβά. Και που προκαλούν (ενίοτε) ακόμη και το απευκταίο αντί το ευκταίο που ρητορικώς στοχοθετούν. Αντίθετα: Τα δέοντα μηνύματα πρέπει να διαβιβάζονται δεόντως όπου δει, με απόλυτη ψυχραιμία και στιβαρή αποφασιστικότητα. Και η οποία διαθέτει προφανή αντικρίσματα. Ωστε να είναι σεβαστή. Γιατί δεν αφήνει κενά και αμφιβολίες. Οπόταν και μπορεί να επενεργεί αναλόγως.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουν δίκαιο εκείνοι που αποφαίνονται ότι: απλώς (και συγκυριακά) η Αγκυρα προσπαθεί να εξάγει τα εσωτερικά της προβλήματα, εισάγοντας έτσι επιθυμητούς μοχλούς αντιπερισπασμού της τουρκικής κοινής γνώμης. Μετατοπίζοντας δηλαδή την προσοχή της από τις έως κι εμφυλιακές (πέραν άλλων) παθογένειες που την ταλανίζουν «προς τον έξωθεν (κι εκ παραδόσεως) εχθρόν»! Εμάς. Ο συνήθης, δηλαδή και δοκιμασμένος τρόπος αποπυροδοτήσεως τέτοιων κρίσεων. Προβλημάτων που αναπαράγονται και αποβαίνουν δυνάμει επικίνδυνα για την εξουσία. Οταν μάλιστα η ίδια σχεδιάζει μετάβαση σε άλλη και απολυταρχικότερη εκδοχή της, πατώντας επί πτωμάτων, ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Εάν αυτό περίπου συμβαίνει, τότε γιατί πρέπει εμείς να διευκολύνουμε τη μεθοδολογία την οποία καταδήλως ενεργοποιεί; Εάν δηλαδή ο Ερντογάν και οι περί αυτόν επιζητούν οξύνσεις, τις οποίες εκ προοιμίου χρεώνουν στους «κακούς γείτονες», τότε γιατί εμείς να τις ανατροφοδοτούμε; Το επίσης απλό. Και για να μη παρεξηγηθούμε, να εξηγηθούμε: Οχι με οποιονδήποτε τρόπο –και σε οποιονδήποτε βαθμό –να παραβλέπουμε τις επιθετικές διαθέσεις. Υποστέλλοντας την αμυντική ετοιμότητα που απαιτούν οι περιστάσεις. Και περιστέλλοντας τις αναγκαίες στρατηγικές αντιστάσεις. Ετερον εκάτερον. Γιατί αυτές ευδοκιμούν στην εύγλωττη σιωπή. Και αποκτούν παραγωγική δυνατότητα. Και δεινότητα ως προς αυτό που υπηρετούν.

Οσο και αν οι εντάσεις εξυπηρετούν συγκυριακές σκοπιμότητες του τουρκικού κατεστημένου, εντούτοις δεν υπολείπονται κινδύνων. Είτε από τυχόν «ατύχημα». Είτε από μεθοδευμένο «εντός ελέγχου» επεισόδιο. Γιατί κανένας δεν μπορεί να προδιασφαλίσει τα όρια τέτοιων παιγνίων. Οπόταν και τα πράγματα είναι σοβαρότερα. Επομένως και χειρότερα. Κυρίως για όσους δεν επιζητούν περιπέτειες. Με άδηλα μάλιστα τα συνεπόμενα. Ως το κόστος που θα προκύψει.

Κι αυτό ακριβώς είναι που επιβάλλει ακόμη νουνεχέστερη διαχείριση τέτοιων κρίσεων. Οποιες και αν είναι τελικά οι ακριβείς προθέσεις και οι σχεδιασμοί των έναντι. Και η νουνεχέστερη διαχείριση δεν περνά ποτέ μέσα από αυθορμητισμούς και επιπολαιολογήματα. Περνά μονοδρομικά μέσα από περίσκεπτες αναλύσεις. Και απολήγει σε ανάλογες αντιμετωπίσεις. Σ’ επίπεδο θεσμικών (πολιτικο-στρατιωτικών) διαχειριστών. Που υπέχουν και την ευθύνη και για όσα συντελούνται και για όσα πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν. Ως απειλές. Εκεί και όπου αυτές εμφανίζονται. Και ως κίνδυνοι. Εκεί και όπου αυτοί ελλοχεύουν. Προκειμένου ν’ αποτραπούν διαβρώσεις ως προς εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Και ν’ αποσοβηθούν γεωπολιτικοί ακρωτηριασμοί. Αυτό είναι άλλωστε και το καθαυτό (κατ’ αυτάς) ζητούμενο. Κι έκαστος υπέχει μερίδιο ευθυνών. Είτε μιλώντας. Είτε σιωπώντας. Είτε πράττοντας.