Τα καθ’ ημάς, με όρους στυγνής διαλεκτικής. Αλλά ποτέ με «καιροφυλακτούντα» (ή και υφέρποντα) εθνικιστικά σύνδρομα. Ομως: Τα γεγονότα είναι ο αδυσώπητος δείκτης και δρωμένων κι ενδεχομένων. Οπόταν και δεν μπορεί να παρορώνται (ή να υποτιμώνται) όσα συναποτελούν εύγλωττους κινδύνους.

Δεδομένο λοιπόν 1. Οταν η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη απροκαλύπτων απειλών, η ανάταξη των αμυντικών της δυνατοτήτων είναι όχι απλώς η φυσιολογική επιλογή, αλλά και η πρωταρχική της έγνοια. Το απολύτως αυτονόητο. Ιδιαίτερα όταν οι απειλές προσλαμβάνουν μορφή επιθετικής προκλητικότητος.

Δεδομένο 2. Στη χρεοκοπική κατάσταση στην οποία η χώρα έχει περιέλθει, ακόμη και η απλή σκέψη για εξοπλιστική εξόρμηση και οπλικό εκσυγχρονισμό αποτελεί κίνηση αυτοχειρίας. Επιταχύνοντας την πτωχευτική κατάληξη. Με καταβύθιση, χωρίς ορατές προοπτικές ανανήψεως. Οταν μάλιστα τέτοια κούρσα εξοπλισμών (λόγω της αντιπαραθέσεως στο Αιγαίο) αποτελεί αναμφίβολα μιαν από τις αιτίες της οικονομικής βαραθρώσεως. Πέραν άλλων εκ παραλλήλου παθογενειών και αγκυλώσεων.

Δεδομένο 3. Αυτά τα εκ των πραγμάτων αυτονόητα, μας οδηγούν μπροστά σε ακόμη στυγνότερο δίλημμα, ενεργοποιώντας τη δυναμική του «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»! Γιατί: Ούτε το πρώτο πρέπει ν’ αφεθεί. Καθώς τυχόν γεωπολιτική διάβρωση, αφενός θ’ αποβεί μοιραία και αφετέρου δεν θα είναι αναστρέψιμη. Ή τουλάχιστον το κόστος αναστροφής της, θα είναι πολλαπλάσιο εκείνου που απαιτείται για να υπάρξει αποτρεπτική δυνατότητα. Ούτε και το δεύτερο μπορεί να παραγνωρισθεί. Γιατί απλούστατα θα καταβυθίσει την ήδη διασωληνωμένη στην εντατική των ευρωπαϊκών δανειακών βοηθημάτων οικονομία. Η πικρή, πλην γυμνή αλήθεια, πέραν από ευσεβοποθισμούς και παραμύθια.

Δεδομένο 4. Σ’ αυτό το εν πολλοίς καταθλιπτικό τοπίο, πρέπει να προστεθεί ακόμη μια κρίσιμη (και προδήλως αρνητική) παράμετρος: Η έως και διαλυτική δηλαδή εσωτερική κατάσταση. Τουλάχιστον σ’ επίπεδο πολιτικού συστήματος. Με τα διχαστικά σύνδρομα ν’ ανατείνουν λιπαινόμενα. Και τις συγκρουσιακές ροπές να προσεγγίζουν τα όρια εμφυλιοπολεμικών ολισθήσεων. Οπόταν και οι απομένουσες δυνατότητες αποδομούνται. Και οι αναγκαίες αντιστάσεις εξουθενώνονται. Κι αυτό δεν αποτελεί ρητορική διάγνωση. Συνιστά μέρος της παθογένειας. Που καθηλώνει και διαβρώνει το εθνικό προσδόκιμο. Αθώος δε ουδείς.

Στο διά ταύτα: Υπό το φως αυτών των όντως αδηρίτων στενωπών και ταυτοχρόνως των αναγκών που επιβάλλεται να υπηρετηθούν είναι ανάγκη να ιχνηλατηθούν εύλογες επιλογές και γενναιόφρονες υπερβάσεις. Που να γεφυρώνουν το «ρέμα». Και να προστατεύουν από τον «γκρεμό». Κι αυτό περνά μονοδρομικά μέσα από ανάλογη πολιτική βούληση. Και πρώτο σκεπτικό που αναδύεται από τέτοιους προβληματισμούς είναι ότι:

1. Εάν δεν μπορούμε «να τα βρούμε» μεταξύ μας και αν σε ώρες τέτοιων κραυγαλέων εν πολλοίς κινδύνων δεν έχουμε τη διάθεση και το θάρρος να υπερβούμεν εαυτούς, τότε τι να κάμουμε τους εξοπλισμούς; Οσο και αν αυτοί αποτελούν το αναγκαίο αποτρεπτικό εργαλείο, δεν ωφελούν αυτούς που δεν διαθέτουν επάρκεια συνέσεως και σθένος ενότητος για να το διαχειρισθούν.

2. Εάν δεν ξεπεράσουμε πάγιες αγκυλώσεις που διέπουν την κακοδαιμονία του σήμερα, τότε ό,τι και να συμβεί, θα έχουμε χάσει και το αύριο!

Απλώς θ’ απαγγέλλουμε ιερεμιάδες και θα προλέγουμε «τα δυο κακά της μοίρας μας» βρίζοντας και υβριζόμενοι από τηλεοπτικής καθέδρας ή από τα βουλευτικά έδρανα. Εκτονώνοντας τα κομματικά μας απωθημένα και λιπαίνοντας τα παραταξιακά μας σύνδρομα μεν. Μη διασωζόμενοι δε.

Και κυρίως μη διασώζοντας αυτό που προέχει. Την χώρα δηλαδή (και τον κόσμο της) από χρεοκοπική άβυσσο. Και τα όρια της εθνικής γεωγραφίας από επαπειλούμενους ακρωτηριασμούς.