Η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά η απόρριψη από τους ιταλούς ψηφοφόρους της συνταγματικής μεταρρύθμισης στο δημοψήφισμα δεν οδήγησε μόνο τον Ματέο Ρέντσι σε παραίτηση. Αποτέλεσε και ένα νέο χτύπημα για τη βυθισμένη στην κρίση Ευρωπαϊκή Ενωση. Βραχυπρόθεσμα, η τραπεζική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ιταλία θα μπορούσε να φουντώσει και να απειλήσει την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Μακροπρόθεσμα, η Ιταλία μπορεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το ενιαίο νόμισμα.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ανέμεναν να κερδίσει το Οχι. Αλλά το εύρος της νίκης ήταν σοκαριστικό. Και ήταν και ένας θρίαμβος για τις αντισυστημικές δυνάμεις και ειδικά για το Κίνημα των 5 Αστέρων. Το Κίνημα, του οποίου ηγείται ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο, προηγείται στις δημοσκοπήσεις και ζητά να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, τώρα θέλει να προκηρυχθούν άμεσα πρόωρες εκλογές.

Οι περισσότεροι σχολιαστές στην Ιταλία υποβάθμισαν τη σημασία του δημοψηφίσματος για την υπόλοιπη Ευρώπη. Το επιχείρημά τους είναι πως μια μεταβατική κυβέρνηση, πιθανότατα υπό την καθοδήγηση του τεχνοκράτη υπουργού Οικονομικών Πιερ Κάρλο Πάντοαν, θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο κρατώντας το Κίνημα των 5 Αστέρων μακριά από την εξουσία. Κι ακόμη και αν το Κίνημα των 5 Αστέρων κατακτήσει την πλειοψηφία στη Βουλή, δεν θα έχει την πλειοψηφία στη Γερουσία, επομένως δεν θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, εκτός και αν άρει τη δέσμευσή του να μη συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Σε κάθε περίπτωση, λέει ο ίδιος συλλογισμός, ένα δημοψήφισμα για την ευρωζώνη θα ήταν δύσκολο να γίνει γιατί θα απαιτούσε τροποποίηση του Συντάγματος.

Ολα αυτά μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά χάνουν τη μεγάλη εικόνα. Ο Ρέντσι ήταν η καλύτερη και πιθανότατα τελευταία ελπίδα του φιλευρωπαϊκού μετώπου για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί το μέλλον της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Η λύση δεν θα μπορούσε να είναι μια αδύναμη κυβέρνηση τεχνοκρατών –απλώς θα περιμέναμε να συμβεί το ατύχημα. Και με την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά και τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι να συνασπίζονται εναντίον του ευρώ, είναι πολύ πιθανό να έρθει κάποια στιγμή στα πράγματα μια κυβέρνηση που θα είναι κατά του κοινού νομίσματος –ίσως να συμβεί κάτι τέτοιο μετά τις επόμενες γενικές εκλογές, οι οποίες θα γίνουν κάποια στιγμή έως το 2018 (οι κάλπες θα μπορούσαν να στηθούν ακόμη και την ερχόμενη άνοιξη).

Το άμεσο πρόβλημα είναι οι τράπεζες – ζόμπι της Ιταλίας, οι οποίες έχουν κεφαλαιοποιηθεί με λάθος τρόπο, είναι ανεπαρκώς κερδοφόρες και γεμάτες με κόκκινα δάνεια. Αυτές οι τράπεζες χρειάζονται νέα κεφάλαια. Κάτι που ήταν ήδη δύσκολο πριν από το δημοψήφισμα και τώρα μπορεί να είναι αδύνατον εξαιτίας του νέου κύματος πολιτικής αβεβαιότητας.

Στην Ιταλία διαπιστώνεται φυγή κεφαλαίων. Τα επιτόκια των γερμανικών ομολόγων, τα οποία είχαν ανεβεί ελαφρώς την περίοδο του δημοψηφίσματος, σταθεροποιήθηκαν γρήγορα. Αλλά εάν αυτή η σταθερότητα αποδειχθεί πρόσκαιρη, τότε η ευαίσθητη ισορροπία του ιταλικού τραπεζικού συστήματος θα κινδυνεύσει. Κι επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αγοράσει πολλά ιταλικά ομόλογα μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, δεν θα ήταν εύκολο να επέμβει και πάλι.

Η τράπεζα που κινδυνεύει περισσότερο είναι η Monte dei Paschi di Siena, η οποία προσπαθεί να αντλήσει 5 δισ. ευρώ σε νέα κεφάλαια. Εάν δεν τα καταφέρει, η κυβέρνηση θα την τροφοδοτήσει πιθανότατα με δημόσια κεφάλαια για να αποφευχθεί η κατάρρευσή της. Αυτό θα μεταφραζόταν σε απώλειες για τους μικροομολογιούχους της τράπεζας, εκτός και αν η κυβέρνηση σπάσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για τα προγράμματα σωτηρίας των τραπεζών, κάτι που θα υπονόμευε την τραπεζική ένωση. Κι ενώ οι μικροί επενδυτές θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, δεν θα μπορούσε να γίνει το ίδιο για τους μεγάλους και πολιτικά ισχυρούς.

Τα προβλήματα της Monte dei Paschi di Siena θα μπορούσαν να είχαν και άλλες επιπτώσεις. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, η Unit Credit, η οποία βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τη Monte dei Paschi di Siena, θα μπορούσε να δυσκολευτεί να αντλήσει τα σχεδόν 10 δισ. που χρειάζεται. Κι επειδή πολλές τράπεζες της ευρωζώνης είναι αδύναμες, η κρίση θα μπορούσε να εξαπλωθεί σαν ιός.

Μακροπρόθεσμα, η συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη θα μπορούσε να κινδυνεύσει. Εκτός και αν η Ιταλία προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αναιμικής της ανάπτυξης, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να έχει ένα βιώσιμο μέλλον σε μια δυσλειτουργική νομισματική ένωση, στην οποία κυριαρχεί μια μερκαντιλιστική, αποπληθωριστική Γερμανία.

Ο Φιλίπ Λεγκρέν είναι πρώην οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επισκέπτης καθηγητής στη London School of Economics και συγγραφέας του βιβλίου «European Spring: Why Our Ecomomies and Politics are in Mess –and How to Put Them Right»