Το βασικό χαρακτηριστικό του προσχεδίου προϋπολογισμού του 2017 είναι η «φοροκεντρική λιτότητα», τονίζει στην έκθεσή του, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Με άλλα λόγια, το Γραφείο υποστηρίζει ότι ο προϋπολογισμός επιβάλλει λιτότητα μέσω της υπερφορολόγησης. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ προβλέπει οριακή μείωση δαπανών κατά 78,8 εκατ. ευρώ και εκτεταμένη αύξηση εσόδων κατά 2,513 δισ. ευρώ. Αυτό, όπως εξηγεί το Γραφείο, «δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση και περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της».
«Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση», σημειώνεται, «το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης». Κατά τους αναλυτές, η κυβέρνηση θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη προτεραιότητα στη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και στην αντιμετώπιση της παραοικονομίας.
Συμπερασματικά, το Γραφείο επισημαίνει ότι «ο προϋπολογισμός του 2017, όπως προετοιμάζεται, έχει βραχυπρόθεσμα έντονα υφεσιακό χαρακτήρα, μολονότι η υφεσιακή επίπτωση μπορεί εν μέρει να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων».
Το ερώτημα που τίθεται κατόπιν αυτών των διαπιστώσεων είναι αν θα επιτευχθεί ο στόχος για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% το 2017. Η έκθεση χαρακτηρίζει «αρκετά αισιόδοξες» τις προβλέψεις για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και των εξαγωγών, από τις οποίες προκύπτει ο αναμενόμενος ρυθμός 2,7%.

Μάλιστα, το Γραφείο σημειώνει ότι μεγάλες τράπεζες και ερευνητικά ινστιτούτα, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, διατυπώνουν πολύ πιο μετριοπαθείς προβλέψεις για την ελληνική οικονομία. Οι οικονομολόγοι του Γραφείου τάσσονται εξάλλου υπέρ της θέσης της κυβέρνησης για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, από το 3,5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνηθεί στο Μνημόνιο για το 2018 και μεσοπρόθεσμα. «Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική διευθέτηση του χρέους» τονίζει το Γραφείο. «Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν σύμμαχο το ΔΝΤ».