Η μεν ερώτηση μπορεί και να εκληφθεί ακόμη και ως προσβλητική. Τι δηλαδή προέχει τελικά για τον καθένα μας: Η χρεοκοπική ολίσθηση με τη βαναυσότητα της ελληνικής καθημερινότητος; Ή ο επαναναδυόμενος κίνδυνος για τη θαλάσσια ζώνη του Καστελλόριζου; Οπου δηλαδή εκδηλώνεται απροκάλυπτα η τουρκική αδηφαγία. Και όπου με βεβαιότητα θα επικεντρωθούν οι επόμενες κρίσιμες υποτροπές στα ελληνοτουρκικά. Η δε απάντηση προσδιορίζει όχι φυσικά τις εθνικές ευαισθησίες (που είναι δεδομένες), αλλά τη δεινή διλημματική κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί. Και η οποία μετεξελισσόμενη απονευρώνει τη βούληση και καθηλώνει τις αντιστάσεις που οι ώρες απαιτούν. Κι αυτό απορρέει από τον αυτονόητο περισπασμό που επενεργεί ως αποτέλεσμα των επιδεινώσεων.

Αυτό το δίλημμα δεν είναι καθόλου πλασματικό. Είναι πραγματικό. Και θ’ αποβεί κυριολεκτικώς μοιραίο εάν: Αφενός η καλπάζουσα επεκτατική βουλιμία υποτραπεί κι εκτρεπόμενη οδηγήσει δυνάμει σε συγκρουσιακή μετεξέλιξη των εντάσεων. Και αφετέρου η κατάσταση ελληνικής αδυναμίας επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Αποδομώντας τις ισχνές ήδη δυνατότητες. Και διευρύνοντας τις εσωτερικές ρηγματώσεις. Οι οποίες πυροδοτούν διχαστικά σύνδρομα. Και δημιουργούν συνθήκες ανηκέστων διασπάσεων. Η αναφορά στο Καστελλόριζο δεν είναι τυχαία. Γιατί εκεί επικεντρώνει ο νεο-οθωμανικός οίστρος Ερντογάν τις τουρκικές μεθοδεύσεις. Που σκοπούν:

1. Στη δημιουργία γεωστρατηγικού τετελεσμένου πριν η Αθήνα προχωρήσει (με Λευκωσία και Κάιρο) την ανακήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ. Καθώς οι ΑΟΖ Κύπρου κι Αιγύπτου εφάπτονται ακριβώς των ελληνικών κυριαρχικών ορίων.

2. Στην οριστική διάσπαση του θαλάσσιου χώρου Ελλάδος – Κύπρου που διελαμβάνετο στους κοινούς αμυντικούς σχεδιασμούς, στο πλαίσιο ενιαίου δόγματος. Με αποκοπή της Μεγαλονήσου. Και ταυτόχρονα έλεγχο των αιγαιωτικών πυλών.

Οπόταν λοιπόν: Οσο και να πέφτει «μακράν» της αδυσώπητης εθνικής καθημερινότητος, το Καστελλόριζο αποβαίνει μείζον σημείο εθνικής αναφοράς. Και δικλίδα προοπτικών. Καθώς: Εάν τυχόν διαβρωθούν τα κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα (σ’ αυτόν ή τον άλλο βαθμό) αυτομάτως θα έχουν ακρωτηριασθεί και οι εθνικές προοπτικές. Αυτά δε που συνακολούθως θ’ αναπαραχθούν θ’ αποβούν μοιραίως ολέθρια. Κάτι που πρέπει να προαποκλεισθεί. Ν’ αποσοβηθεί πάση θυσία. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει:

1. Επαρκή συνειδητοποίηση και ορθή επιμέτρηση του κινδύνου. Οχι ασφαλώς με σύνδρομα συνωμοσιολογικής κινδυνολογίας. Που υφέρπει πάντα, παραπλανώντας. Οπωσδήποτε όμως με ρεαλιστικές αποφάσεις και αποφασιστικές αντιστάσεις.

2. Αποτελεσματική ανάταξη δυνατοτήτων, παρά τις εν πολλοίς αποσυνθετικές δυναμικές που ανατροφοδοτούνται από τις χρεοκοπικές επιδεινώσεις. Κι αυτό είναι το δυσχερέστερο. Του οποίου η μόνη θεραπεία είναι η αναπλήρωση του προφανούς κενού με την εσωτερική σύμπνοια.

Βεβαίως ισχύει πάντοτε ο θουκυδίδειος αφορισμός περί ισχύος. Και ισχύς προϋποθέτει ανυπερθέτως οικονομική, εάν όχι ευρωστία, τουλάχιστον επάρκεια. «Εστιν δ’ ο πόλεμος ουχ όπλων το πλέον, αλλά δαπάνης». Ισχυε, ισχύει και θα συνεχίσει ν’ αποτελεί δογματική αλήθεια. Κι αυτό είναι σήμερα το βασικό έλλειμμα στο εθνικό μας οπλοστάσιο. Από το οποίο κι επιλιπαίνονται άλλες και ουσιαστικές ανεπάρκειες. Κυρίως όμως οι έωλες παθογένειες και αγκυλώσεις που περισπούν και καθηλώνουν. Οταν λοιπόν τέτοιοι προβληματισμοί (που «αν δεν τους συναντήσουμε θα μας συναντήσουν») αναπτύσσονται στα πέριξ του Κολωνακίου, αποκτούν περισσότερο ταυτότητα φιλολογικής κασσανδρολογίας. Σε κάποιες άλλες όμως γεωγραφικες ζώνες των εθνικών ανησυχιών εγείρουν πάγιους φόβους. Καθόλου ανεδαφικούς. Κι ενεργοποιούν αντανακλαστικά εθνικής αυτοσυντηρήσεως. Οχι ασφαλώς με όρους εθνικιστικού παροξυσμού. Και ούτε με διάθεση συντηρήσεως «παραδοσιακών» εχθρικών συνδρόμων. Αυτά δεν έχουν θέση. Παρόλο που οι συμπεριφορές των έναντι τα πριμοδοτούν.

Υπό το φως αυτών των απλουστευτικών επισημάνσεων, ό,τι προκύπτει κι επιβάλλεται ν’ αποβεί μέτρο προβληματισμού και ρεαλιστικού οπλισμού δυνατοτήτων είναι: α) Η ανάγκη ανακοπής των εσωτερικών ρήξεων. Και β) η σύγκλιση όλων των πολιτικών δυνάμεων σε συναινετικές γραμμές ως προς τα εθνικά ζητήματα. Με πραγματισμό μεν. Και πειστική αποφασιστικότητα δε.