Μπορεί να υπάρξει ανάταση εν μέσω παρακμής; Μπορεί κάποιος να διατηρήσει την ενέργεια και την πίστη στο έργο του, όταν αυτό μοιάζει να έχει όλο και λιγότερη σημασία για το περιβάλλον του; Μπορεί ο σπαραγμός για τη ραγδαία εξάπλωση μιας καταστροφής να γιγαντώσει τη διάνοια, να ατσαλώσει τη θέληση, να συμπήξει μέσα στη ρημαγμένη χώρα έναν ύστατο, αλλά ανθεκτικό και ακτινοβόλο πυρήνα δημιουργικής δράσης;

Φαίνεται σχεδόν ακατόρθωτο. Δεν είναι λαίλαπα αυτό που αποσαθρώνει έναν πολιτισμό, είναι επιδημία. Αλλοιώνει το μέσα των ανθρώπων και κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι έχει ανοσία απέναντί της. Στον «Ρινόκερο» ο Ιονέσκο μιλάει για μια πόλη που οι κάτοικοί της, ο ένας μετά τον άλλο, μεταμορφώνονται σε αυτά τα κερασφόρα παχύδερμα. Αυτό που κάνει την επιδημία ρινοκεροποίησης τρομακτικότερη είναι η σαγήνη που αρχίζει να ασκεί στα επίδοξα θύματα: η λυτρωτική παράδοση σε αρχέγονα ένστικτα, σε μια οργιαστική, άναρχη όρχηση. Ο τελευταίος άνθρωπος που απομένει στην πόλη διχάζεται, απελπισμένος, ανάμεσα στην ευχή του να γίνει και ο ίδιος ρινόκερος και την επιμονή του να αντιστέκεται στην απώλεια του ανθρώπινου εαυτού του.

Παρακολουθούμε έναν ξεπεσμό της χώρας μας χωρίς προηγούμενο στη νεότερη Ιστορία της. Μια παρακμή τόσο εκτεταμένη και βαθιά που δεν μου κάνει καρδιά να απαριθμήσω εδώ τα συμπτώματά της, ούτε χρειάζεται άλλωστε, αφού τα βλέπουμε και τα ζούμε καθημερινά. Οι διορατικότεροι ανάμεσά μας έχουν εξηγήσει επανειλημμένα ότι δεν είναι η οικονομική κρίση που παρήγαγε αυτή την κατάσταση. Η οικονομική κρίση ανέδειξε μια πολύχρονη πολιτισμική κρίση, με όλες τις νοηματικές πτυχές του όρου πολιτισμικός. Πίσω και πριν από τη δημοσιονομική πτώχευση με τον επακόλουθο εκφυλισμό της πολιτικής ζωής και των θεσμών βρίσκεται από καιρό μια πνευματική πτώχευση, μια αυτοκατάργηση της σκέψης, μια εκκένωση θεμελιωδών αξιών από το περιεχόμενό τους με αυτουργούς τους ίδιους τους υποτιθέμενους θεματοφύλακές τους. Στο αποκορύφωμα αυτής της πορείας στα βάθη μιας αξημέρωτης νύχτας οι έννοιες αναποδογυρίστηκαν, χονδροειδή ψεύδη πανηγυρίστηκαν ως ακλόνητες αλήθειες, ο κυνισμός βαφτίστηκε ηθική, η δηλητηρίαση δημόσιων θεσμών εξυγίανση, η στρέβλωση της ιδεολογίας θρίαμβός της, η ασχετοσύνη εμπειρογνωμοσύνη, η προκλητική προσωποληψία απόδοση δικαιοσύνης. Είναι αυτό που ζούμε σήμερα.

Το καταθλιπτικότερο είναι ότι βλέπουμε φίλους, γνωστούς, παλιούς συντρόφους μας που εκτιμούσαμε να απορροφούνται σε αυτή τη χωρίς αρχές και φραγμούς νέα τάξη πραγμάτων, να γίνονται ρινόκεροι, είτε γιατί προτιμούν μια έστω ψευδεπίγραφη πίστη από την ανασφάλεια της αμφιβολίας είτε γιατί τους εκμαύλισε μια μικρή δόση εξουσίας, που τη γεύση της είχαν στερηθεί μια ολόκληρη ζωή, είτε απλώς για να εξυπηρετήσουν προσωπικά συμφέροντά τους κάτω από ένα ιδεολογικό πρόσχημα τόσο διάφανο που, αν η συνείδησή τους δεν έχει νεκρωθεί τελείως, θα πρέπει να κάνει ανήσυχο τον ύπνο τους.

Τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε αυτή την επιδημία ρινοκερίτιδας; Να φωνάξουμε, να προειδοποιήσουμε, να εξορκίσουμε; Το κάνουμε ήδη, αλλά η παραζάλη του κόσμου στην τυφλή πορεία της χώρας θολώνει το μυαλό και ανοίγει τα αφτιά μόνο για να περάσουν παραμυθητικές ή διεγερτικές τερατολογίες. Την εποχή που κατέρρεε η Σοβιετική Ενωση το πρακτορείο ΤΑΣΣ μετέδωσε ότι προσγειώθηκαν εξωγήινοι στην πόλη Βορόνιεζ (ίσως ως από μηχανής θεοί) και η είδηση προκάλεσε παραλήρημα στον μπερδεμένο από τις ανατροπές πληθυσμό. Οι εξωγήινοι του Βορόνιεζ ήταν κάτι λιγότερο απίστευτο από τα τρισεκατομμύρια δολάρια του Σώρρα. Και δεν υπήρχαν τότε τα σόσιαλ μίντια, όπου κάθε κρετίνος, βαρεμένος ή επαγγελματίας λασπολόγος μπορεί να καθορίσει την ατζέντα της ειδησεογραφίας και της δημόσιας «συζήτησης».

Οσο και αν αδυνατίζει όμως η επιρροή μας, θα συνεχίσουμε την αντίσταση. Οταν ο μεξικανός νομπελίστας ποιητής Οκτάβιο Πας ρωτήθηκε γιατί η λατινοαμερικανική λογοτεχνία έχει τόση ανθοφορία, απάντησε «επειδή η πραγματικότητά μας είναι τόσο άσχημη». Ναι, μπορούν τελικά να υπάρξουν ανθηρές νησίδες με αντισώματα στην εκβαρβάρωση.

Η ακροτελεύτια φράση στον «Ρινόκερο» ανήκει στον πρωταγωνιστή του, τον τελευταίο άνθρωπο, που ξεπερνώντας την αμφιταλάντευσή του αναφωνεί: «Δεν συνθηκολογώ!».