Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν άφησε καμιά αμφιβολία προχθές ότι είναι διατεθειμένος να ανοίξει θέμα ρύθμισης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Το έλεγε πάντα, το επανέλαβε και στην Ουάσιγκτον ότι το ελληνικό χρέος –κατά την άποψή του –δεν αποτελεί πρόβλημα για την επόμενη δεκαετία. Αλλωστε, αυτό αποφάσισε και το Eurogroup της 24ης Μαΐου. Οι σημαντικές αποφάσεις παραπέμπονται για το 2018.

Οι ελπίδες της κυβέρνησης για μια κάποια απόφαση που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ελάφρυνση του χρέους εναποτίθενται πλέον σ’ έναν «σύμμαχο», το ΔΝΤ, που είναι από πολλές άλλες απόψεις επικίνδυνος. Μεταξύ άλλων, το ΔΝΤ ζητεί εκτός από το χρέος να κοπούν και οι συντάξεις.

Στην πραγματικότητα, εξάλλου, το τεχνοκρατικό επιτελείο του ΔΝΤ και ειδικότερα ο Πολ Τόμσεν, που εξακολουθεί να κινεί τα νήματα για την Ελλάδα, δεν θέλουν το Ταμείο μέσα στο ελληνικό πρόγραμμα. Ο Δανός εκφράζει δυσανεξία γι’ αυτό, θεωρεί ότι δεν είναι βιώσιμο. Ωστόσο, ο ίδιος ήταν αυτός που διαπραγματεύθηκε και τελικώς συναίνεσε στις αποφάσεις του Eurogroup της 24ης Μαΐου που παραπέμπουν για αργότερα τη λύση για το χρέος. «Το ΔΝΤ ζεματίστηκε σ’ εκείνο το Eurogroup» λένε πηγές με γνώση των διαπραγματεύσεων. «Ο ίδιος ο Τόμσεν δέχθηκε επίθεση στη συνέχεια για τη στάση του, γιατί άφησε τον Σόιμπλε να κερδίσει το παιχνίδι».

Εκτοτε, η διελκυστίνδα μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής – ευρωζώνης συνεχίζεται. Η Ευρώπη υποστηρίζει –συχνά διά στόματος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αλλά και του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ –ότι το θέμα του χρέους έχει λήξει, ότι αυτό που θα γίνει τώρα θα είναι μόνο ο προσδιορισμός των βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως έχει αποφασίσει το Eurogroup και ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα παραπέμπονται για το 2018.

Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ δίνει τη δική του ερμηνεία στις αποφάσεις του Eurogroup και υποστηρίζει ότι ναι μεν δεν περιμένει να ληφθούν άμεσα τα ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αλλά θέλει τουλάχιστον να συγκεκριμενοποιηθούν αυτά από τώρα. Ετσι, θα μπορεί να συντάξει μια αξιόπιστη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) και να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει ξανά στο ελληνικό πρόγραμμα ή όχι.

Οπως αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τις κινήσεις του, το Ταμείο έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει πάνω στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους και φυσικά αυτή –με τα σημερινά δεδομένα –δεν το βγάζει βιώσιμο. Το είπε άλλωστε και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ προχθές, δείχνοντας ότι εκτός από τον Σόιμπλε σκληρά είναι αποφασισμένο να παίξει και το Ταμείο.

Τι δίνει η Ευρώπη για το ελληνικό χρέος

Το πρόβλημα του Σόιμπλε είναι οι γερμανοί ψηφοφόροι που θα προσέλθουν στις κάλπες το 2017. Δεν θέλει να τους δημιουργήσει την εντύπωση πως κάνει χάρες στην Ελλάδα, μειώνοντας το χρέος της και επιβαρύνοντας αντίστοιχα τους ευρωπαίους φορολογουμένους.

Από την άλλη, ο Σόιμπλε θα ήθελε να έχει το ΔΝΤ μέσα στο πρόγραμμα, γιατί το Ταμείο είναι για τη γερμανική νοοτροπία εγγύηση αυστηρότητας.

Κάπως έτσι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που ετοιμάζει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) διαμορφώνονται με τρόπο ώστε να μπορεί το ΔΝΤ –αν έχει καλή διάθεση και ευελιξία –να στηρίξει μια μελέτη που να βγάζει το χρέος βιώσιμο, χωρίς όμως να εκτίθεται η Ευρώπη ότι κάνει ελάφρυνση χρέους. Φυσικά, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δεν θα καλύπτουν τις απαιτήσεις του Ταμείου συνολικά (δεν θα εξασφαλίζει επιτόκιο 1,5% για το σύνολο του χρέους και 20 χρόνια περίοδο χάριτος), αλλά θα θέτει τις προϋποθέσεις για σταθεροποίηση επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα για ένα μέρος του ποσού.

Το ΔΝΤ θα μπορούσε να τα «διαβάσει» ως βήματα σε θετική κατεύθυνση αν ήθελε, λένε οι πηγές.

Οι μέχρι τώρα ενδείξεις λένε, όμως, ότι το ΔΝΤ δεν θέλει. Τουλάχιστον όχι ο Τόμσεν και η γραφειοκρατία του Ταμείου. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκθεση για τα δημοσιονομικά που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα (fiscal monitor) περιέχει προβλέψεις που απέχουν από αυτές της Ευρώπης και της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα και το χρέος. Ετσι στηρίζεται η θεωρία του Ταμείου ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν». Ακόμη και για το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα, για το οποίο σύντομα θα φανεί ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, το Ταμείο ρισκάρει να το τοποθετήσει στο 0,1% του ΑΕΠ, όταν το πρόγραμμα θέτει ως στόχο το 0,5% του ΑΕΠ και η κυβέρνηση υποστηρίζει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού ότι θα είναι 0,6% του ΑΕΠ. Για το 2018 και μετά, εξάλλου, το Ταμείο βλέπει το πρωτογενές πλεόνασμα μόλις στο 1,6%, όταν η Ευρώπη έχει θέσει ως στόχο το 3,5%.

Τα δηλητηριώδη χαπάκια του Τόµσεν

Το χρέος δεν είναι όμως ο μόνος μοχλός πίεσης του ΔΝΤ. Οπως λέει πηγή που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ο Δανός έχει δύο «δηλητηριώδη χαπάκια». Το ένα είναι το χρέος και το άλλο είναι η δεύτερη αξιολόγηση.

Η αντιπροσωπεία του ΔΝΤ θα έρθει στην Αθήνα για τη δεύτερη αξιολόγηση στις 17 Οκτωβρίου και είναι γεγονός ότι μπορεί να την καθυστερήσει, αν όχι να τη δυναμιτίσει, αν θέσει απαιτήσεις για νέα μέτρα. Ηδη η Ντέλια Βελκουλέσκου προϊδέασε ότι το Ταμείο θα θέσει ξανά θέμα Ασφαλιστικού, ζητώντας μειώσεις και στις υφιστάμενες συντάξεις. Αλλά και η Κριστίν Λαγκάρντ, εκτός από ελάφρυνση του χρέους, ζήτησε και περισσότερες μεταρρυθμίσεις.

Αν η στάση αυτή του ΔΝΤ παρασύρει και την Ευρώπη, η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Η αναφορά του Σόιμπλε ότι «οι Ελληνες πρέπει πρώτα να κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν» γεννά ανησυχίες ότι κάτι τέτοιο, δηλαδή απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα, δεν μπορούν να αποκλεισθούν.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση –σε επίπεδο οικονομικού επιτελείου, τουλάχιστον –φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει γρήγορα την αξιολόγηση, αλλά αν βρεθεί αντιμέτωπη με απαιτήσεις για νέα μετρα, ίσως ξεπεραστούν τα όριά της.

Ιδίως αν δεν έχει πάρει ώς τότε και κάτι για το χρέος, οι δυσκολίες θα είναι ακόμη μεγαλύτερες.

Η πίεση θα είναι μεγάλη, πάντως, καθώς από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα εξαρτηθεί και το κατά πόσο θα δεχθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Κάτι που η κυβέρνηση θεωρεί ως καταλύτη για θετικές εξελίξεις στην οικονομία.

Στην πραγματικότητα μια λύση, όπως αυτή που διαφαίνεται ως επικρατέστερη αυτή τη στιγμή, δηλαδή να μη συμμετάσχει χρηματοδοτικά το Ταμείο στο πρόγραμμα, αλλά να παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος, είναι η χειρότερη εκδοχή για την Ελλάδα. Κι αυτό γιατί ούτε την ελάφρυνση του χρέους θα πάρει ούτε θα απαλλαγεί από τις πιέσεις του Ταμείου για περισσότερα μέτρα.