Για τους άλλους που έμειναν άνεργοι «δεν έκλαψε κανείς». «Δεν είχανε μάνα αυτοί;». «Για τους εργαζόμενους της ΕΡΤ δεν έκλαψε κανείς». «Το τζάμπα πέθανε! Τι να κάνουμε;». Η φορτισμένη απάντηση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ την περασμένη Κυριακή δεν απευθυνόταν μόνο στη δημοσιογράφο του Alpha. Δεν ήταν ένα ξέσπασμα. Είχε συνέχεια –τις «θεραπαινίδες» του Πολάκη και τη σιωπηρή νομιμοποίησή του από τα κυβερνητικά στελέχη που δεν τον αποδοκίμασαν. Κυρίως όμως είχε παρελθόν.
Η ρητορική κατά των μίντια ήταν συστατικό στοιχείο της συριζαϊκής αντιπολίτευσης. Στόχος δεν ήταν ποτέ μόνο οι καναλάρχες. Ηταν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι –και συχνά οι δημοσιογράφοι που φιλοξενούσαν στα τηλεοπτικά στούντιο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα μέσα που επηρέαζε και επηρεάζει το κόμμα είχαν ως σταθερό μέρος της θεματολογίας τους τα άλλα –τα «συστημικά» –μέσα. Διακεκριμένοι στόχοι ήταν και είναι για χρόνια συγκεκριμένοι, προβεβλημένοι δημοσιογράφοι, που αντιμετωπίζονταν ως πολιτικοί αντίπαλοι –αν όχι χειρότερα. Στη ΔΕΘ αυτή η πολιτική έναντι των μίντια έφτασε στη συμβολική κορύφωσή της. Παίρνει πλέον τη μορφή αντιπαράθεσης συλλήβδην με όλο τον κλάδο των εργαζομένων στην ενημέρωση, που αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα μεγέθη της «αυτορρυθμιζόμενης» αγοράς.

Είναι η σταυροφορία κατά της «διαπλοκής» και μια καμπάνια κατά των δημοσιογράφων; Τι λένε γι’ αυτό οι αγαπημένοι δημοσιογραφικοί στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ;

Ενας χρήσιµος εχθρός

από το παρελθόν

Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη αξιωματική αντιπολίτευση που βρήκε έναν χρήσιμο εχθρό στα «συστημικά» μέσα. Ούτε η πρώτη κυβέρνηση που αποφάσισε να βάλει απέναντί της τα μίντια σε δύσκολες από πολιτικής άποψης στιγμές. Ολοι όσοι πέρασαν το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ακολούθησαν την ίδια τακτική όταν κρίθηκε σκόπιμο. Οπως το θέτει και ο δημοσιογράφος που λατρεύουν να μισούν οι συριζαίοι Γιάννης Πρετεντέρης, «η διαφορά έγκειται στο ότι οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν επιλέξει να πάνε τη σύγκρουση στα άκρα». Ο ίδιος επισημαίνει πως στα τριάντα χρόνια που ασκεί το επάγγελμα «πάντα είχαμε εντάσεις με τις κυβερνήσεις», δεν θυμάται ωστόσο ποτέ άλλοτε «τέτοια γενικευμένη επίθεση κατά του Τύπου».

Ακόμη άλλωστε και αν δεν υπήρχε η θυμωμένη πρωθυπουργική απάντηση στην Ευαγγελία Τσικρίκα, ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον Τύπο γίνεται εμφανής από τον αποκλεισμό των δύο μεγαλύτερων σε κυκλοφορία εφημερίδων από τη συνέντευξη Τύπου στο Βελλίδειο. Στους δημοσιογράφους του «Πρώτου Θέματος» και του «Βήματος» δεν δόθηκε η δυνατότητα να θέσουν ερώτηση στον Αλέξη Τσίπρα. Γιατί; Επειδή τα έντυπα στα οποία δουλεύουν ασκούν κριτική στην κυβέρνησή του.
Για τον Αρη Πορτοσάλτε, υπάρχει και μια άλλη εξήγηση. Με τις επιθέσεις κατά δημοσιογράφων και μέσων «προσπαθούν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα των αντισυμβατικών –υποτιθέμενα αντισυμβατικών κατά τη γνώμη μου –για να προσεγγίζουν ένα ακροατήριο που είναι –ή νομίζει ότι είναι –αποκλεισμένο. Κι έτσι να αποκομίζουν εκλογικά οφέλη». «Ο διχαστικός λόγος ήταν» συμπληρώνει «εξ αρχής επιλογή τους». Η στοχοποίηση δημοσιογράφων αποδείχθηκε, φρονεί, πολιτικά χρήσιμη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Για αρκετά χρόνια έξω από το σπίτι του άγνωστοι πετούσαν υβριστικά φυλλάδια και έγραφαν συνθήματα εναντίον του στους τοίχους της γειτονιάς του.

Ο ίδιος χωρίς να αρνείται ότι συχνά τα σχόλιά του ήταν αιχμηρά, θεωρεί ότι αυτές οι επιθετικές κινήσεις δεν ήταν άσχετες με τους χαρακτηρισμούς τύπου «γερμανοτσολιάς» ή «μνημονιακός» που του απέδιδαν με την πρώτη ευκαιρία οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι βρίσκονταν καθημερινά δίπλα του στα πλατό του Φαλήρου.

Οπως άλλωστε επισημαίνει ο Γιάννης Πρετεντέρης, ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους σημερινούς κυβερνώντες από τους προηγούμενους είναι ότι προσπαθούν να πλασάρουν τα πρόσωπα «ως φορείς άλλων συμφερόντων». Κοινώς, οι επιθέσεις δεν εστιάζουν στην άποψη που διατυπώνουν οι δημοσιογράφοι αλλά στο πρόσωπο τους καθαυτό.

Είναι μια τακτική που εύστοχα ο Νίκος Φίλης περιέγραψε ως δολοφονία χαρακτήρα –όταν συμπαραστάθηκε δημοσίως στον Πολάκη για τον «πόλεμο» που του κάνουν οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ. Υπάρχει ωστόσο και ο αντίλογος. «Αντιλαμβάνομαι αυτό που λέει ο κ. Φίλης για τη δολοφονία χαρακτήρων, αλλά όταν μας έλεγαν μερκελιστές και γερμανοτσολιάδες κανείς από την Κουμουνδούρου δεν έκανε μια δημόσια παρέμβαση για να καταδικάσει τέτοιους χαρακτηρισμούς» σημειώνει ο Πορτοσάλτε. Συμπληρώνει μάλιστα ότι «όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αντιπολίτευση άφησε αυτή τη νοσηρή ατμόσφαιρα ασχολίαστη. Θα έλεγα την επέτρεψε κιόλας».

Ο Πρετεντέρης πάει ένα βήμα παραπέρα. Εκτιμά πως υπήρχε σχέδιο κατά της ελευθεροτυπίας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά «ήταν 50% σχέδιο και 50% βλακεία». Εισάγει μάλιστα έναν ψυχολογικό παράγοντα στην κουβέντα σημειώνοντας πως «μάλλον πάσχουν από εχθροπάθεια».Το σκεπτικό του; «Νόμιζαν ότι για χρόνια υπήρξαν παραγκωνισμένοι εξαιτίας του κυρίαρχου μιντιακού περιβάλλοντος. Αρα έπρεπε να το ενοχοποιήσουν».

Αργεντινή και Βενεζουέλα έδειξαν τον δρόµο

Παρ’ όλα αυτά, δεν τους αναγνωρίζει την πατρότητα της ιδέας της ενοχοποίησης των μέσων. «Η θεωρία του αμαρτωλού τριγώνου τραπεζών, μίντια, κυβερνήσεων αναπτύχθηκε πρώτη φορά στην Αργεντινή και στη Βενεζουέλα τη δεκαετία του 1990. Αυτοί απλώς εφάρμοσαν ένα ακόμη λατινοαμερικανικό σχήμα» επισημαίνει. Για την ακρίβεια, δεν τους πιστώνει ούτε καν την εισαγωγή της θεωρίας από τη μακρινή Λατινική Αμερική στην εγχώρια πολιτική αγορά. Ο πρώτος που την καθιέρωσε στην ελληνική δημόσια ζωή ήταν ο Καραμανλής ο νεότερος. Βέβαια, στην ανάλυσή του κρίσιμο στοιχείο του συριζαϊκού σχεδίου ήταν «η σύναψη μιας σειράς συμμαχιών με τον δημοσιογραφικό υπόκοσμο ή παράγοντες που για χρόνια ένιωθαν πως βρίσκονται μακριά από την εξουσία». Οπως μάλιστα τονίζει, «αν δεν υπήρχαν αυτοί οι «πρόθυμοι ηλίθιοι» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε κατορθώσει τίποτα».

Για έναν άλλον από τους γνωστούς δημοσιογράφους που κατά καιρούς έχουν πέσει θύματα των media warriors του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν μιλά επώνυμα προκειμένου να αποφύγει να τροφοδοτήσει την κόντρα της κυβέρνησης με τους εκπροσώπους του Τύπου, η στρατηγική αυτή δεν είναι απλώς ένα πολιτικό εργαλείο που το χρησιμοποιούν όποτε θέλουν να πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα. Φυσικά αναγνωρίζει ότι «εκμεταλλεύτηκαν το σύνδρομο «σκοτώστε τον αγγελιαφόρο» που χτύπησε την κοινή γνώμη τα χρόνια της κρίσης, μιας και τα ΜΜΕ από φορείς καλών ειδήσεων έγιναν κομιστές κακών ειδήσεων». Ωστόσο, τονίζει ότι κατά την άποψή του «στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δέσμιοι μιας σχεδόν υπερφυσικής αντίληψης ότι η τηλεόραση είναι παντοδύναμη και ελέγχει συνειδήσεις. Αρα, αν δεν την ελέγξουμε δεν θα κερδίσουμε την ηγεμονία στη χώρα». Και αυτή η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση εξηγεί, συμπληρώνει ο δημοσιογράφος, και το πόσο γρήγορα υιοθέτησαν τα σόσιαλ μίντια προκειμένου να αποκαθηλώσουν τα παραδοσιακά μίντια.

Κάν’ το όπως η Μαρίν Λεπέν

και ο Ντόναλντ Τραμπ

Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό. Σε όλο τον πλανήτη πολιτικοί «πωλούν αντισυστημισμό» επιτιθέμενοι στους –κατά την κοινή πεποίθηση –κατ’ εξοχήν εκπροσώπους του συστήματος, τα ΜΜΕ. Από τη Μαρίν Λεπέν μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ, που σε κάθε ευκαιρία παρουσιάζει τη Χίλαρι Κλίντον, τους «Νιου Γιορκ Τάιμς» και τη «Γουόλ Στριτ» ως ένα και το αυτό. «Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια» τονίζει η προαναφερθείσα πηγή «που κάνει τους συριζαίους πιο αθώους και ταυτόχρονα πιο επικίνδυνους. Ακριβώς επειδή πράγματι πιστεύουν ότι η τηλεόραση καθορίζει τη σκέψη των ανθρώπων, ίσως μπουν και στον πειρασμό να ελέγξουν ολοκληρωτικά τα μίντια».

Κι αν είναι αλήθεια όλα αυτά, οι δημοσιογραφικές Ενώσεις πώς χειρίζονται το ζήτημα; Μέσα στην εβδομάδα η ΕΣΗΕΑ εξέδωσε ανακοίνωση που ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, ότι «η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται σε πολιτικό bullyingεις βάρος εργαζομένων». Στην ερώτηση αν η Ενωση σκοπεύει να προχωρήσει και σε άλλες κινήσεις για την προστασία των δημοσιογράφων από τις επιθέσεις πέρα από τις ανακοινώσεις, ο πρόεδρός της Σταμάτης Νικολόπουλος δηλώνει ότι «η καλύτερη απάντηση των δημοσιογράφων σε τέτοιες πολιτικές απαξίωσης του κλάδου είναι το καλό ρεπορτάζ και η τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας».

Σχέδιο απαξίωσης

των μέσων ενημέρωσης

Στην ΕΣΗΕΑ πάντως επικρατεί η αίσθηση ότι η στοχοποίηση συγκεκριμένων δημοσιογράφων είναι τμήμα ενός σχεδίου συνολικής απαξίωσης των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα μάλιστα με πηγές προσκείμενες στο ΔΣ του συνδικαλιστικού οργάνου, ακόμη και στην αριστερή πτέρυγα του Συμβουλίου υπάρχει δυσαρέσκεια για την κυβερνητική στάση έναντι του κλάδου. «Είναι πια απέναντι στην κυβέρνηση μέχρι κι αυτοί» λένε χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές.

Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες για τα αίτια αυτής της κυβερνητικής επιλογής, αρκετοί στα δημοσιογραφικά γραφεία στοιχηματίζουν σε ένα πράγμα: ότι επίκειται όξυνση. Είτε οι λόγοι είναι ιδεολογικοί είτε ψυχαναλυτικοί είτε απλώς πεζοί, όπως η εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους.