Ο αλλοδαπός (γαλλικής καταγωγής) φίλος που συναντώ κάθε χρόνο στις διακοπές, αγαπά τη χώρα μας και έχει μάθει ελληνικά ώστε να μπορεί να διαβάζει την ειδησεογραφία. Δεν έχει όμως κατορθώσει να μάθει αρκετά καλά εμάς τους Ελληνες ώστε ο «εγκλιματισμός του κάτω από τον Φοίβο» να μην είναι προβληματικός, ενίοτε δε και τραυματικός. Ισως και να μας αγαπά ακριβώς επειδή δεν μας καταλαβαίνει. Ετσι και τώρα, του ήταν δύσκολο να καταλάβει πώς είναι δυνατόν οι πολίτες μιας «κανονικής», όπως χαρακτηριστικά λέει, χώρας να πρέπει να πάρουν θέση για το αν είναι υπέρ ή κατά των ολυμπιονικών.

Στην, αποτυχημένη μου τελικά, προσπάθεια να του εξηγήσω, καθώς έβαζα πλάι πλάι τις λέξεις για να περιγράψω το φαινόμενο των ημερών, συνειδητοποίησα πόσο έχει διαφθαρεί η συνείδησή μας τους τελευταίους μήνες. Πώς αντιμετωπίζουμε ως κάτι αρνητικό μεν αλλά περίπου φυσικό την άκριτη και αναίτια στοχοποίηση ανθρώπων και προσαρμοζόμαστε στη συνθήκη του παραλόγου έστω και υπερασπιζόμενοι το αυτονόητο. Αν και δεν υποστηρίζω αυτήν την κυβέρνηση, ντράπηκα να εξηγήσω σε έναν ξένο άνθρωπο πώς τα φερέφωνά της απαξιώνουν ό,τι δεν μπορούν να ποδηγετήσουν και να ελέγξουν. Και ότι αυτό το θεωρούν προοδευτικό, αριστερό και ηθικό, ενώ το να συγχαρείς, χωρίς ναι μεν αλλά, έναν «καθαρό» νικητή κατηγορείται ως αναχρονιστικό, δεξιό και διαπλεκόμενο. Δεν του απάντησα τελικά του φίλου. Πού να του εξηγώ. Γιατί στην Ελλάδα του 2016 τίθενται ερωτήσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν απαντήσεις και δίνονται απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έχουν τεθεί.