Τα κράτη (κατά Ντε Γκολ) δεν έχουν φίλους. Εχουν μόνο συμφέροντα. Και αυτά τελικά προσδιορίζουν συγκλίσεις και διέπουν διαγκωνισμούς. Συγκροτούν (και συντηρούν) συμμαχίες ή προάγουν συγκρούσεις. Αναλόγως. Οπόταν και αφεύκτως, η ρεαλιστική ερμηνεία οποιωνδήποτε δρωμένων περνά μονοδρομικώς από αυτή τη δυναμική. Την οποία, παρεμπιπτόντως, με διαλεκτική ενάργεια οριοθέτησε διαχρονικά (κι εν ψυχρώ) η σκέψη του Θουκυδίδη.

Υπό το φως αυτής ακριβώς της συλλογιστικής:

1. Δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν η άρδην αναστροφή στις σχέσεις Μόσχας – Αγκυρας. Που από τη μέχρι πρόσφατα συγκρουσιακή ρητορική (και τον κίνδυνο έως και θερμής υποτροπής των αλληλοτοξευόμενων ψυχροπολεμικών απειλών) αποβαίνομεν αίφνης μάρτυρες όχι απλώς αποκαταστάσεως σχέσεων, αλλά και προαγωγής προοπτικών, ακόμη και στρατιωτικής συνεργασίας!

2. Αυτό που έχει δρομολογηθεί με τη συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν: α) Τείνει αφενός ν’ ανατρέψει άρδην στρατηγικούς συσχετισμούς και ν’ αναστρέψει καίρια τις περιφερειακές ισορροπίες σ’ αυτή την κρίσιμη γεωγραφία. β) Δημιουργεί αφετέρου κρίσιμο κενό στους σχεδιασμούς της δυτικής συμμαχίας. Προκαλώντας (στην καλύτερη περίπτωση) αμηχανία ως προς το δέον γενέσθαι στα ηγετικά κέντρα ισχύος του ατλαντισμού.

Οπως και την περασμένη εβδομάδα σ’ αυτή την στήλη σημειώναμε: Αυτά που σωρευτικά εξελίσσονται με δυναμικές περιφερειακών ανατροπών δεν είναι παρά η αφετηριακή τομή ακόμη πιο κρίσιμων γεγονότων που εγκυμονούνται στην ευρύτερη γεωπολιτική ζώνη. Στην οποία και ο Ελληνισμός όχι απλώς εφάπτεται, αλλά μετέχει, αποτελώντας οργανικό μέρος της. Εξ ανάγκης. Γιατί όλα μπορεί ν’ αποτελούν παράγωγα επιλογών. Εκτός ενός: της γεωγραφίας. Τους γείτονες δηλαδή (και τις πολιτικές τους) δεν τους επιλέγουμε. Τους έχουμε. Και ό,τι μπορούμε (και πρέπει) σε τελική ανάλυση να πράξουμε είναι να τους διαχειρισθούμε. Με την έννοια όσων μας επηρεάζουν. Θετικά ή αρνητικά. Και όσων μπορούμε να υπερβούμε. Προκειμένου: Είτε να υφιστάμεθα τουλάχιστον τα λιγότερα. Είτε να επιτυγχάνουμε τα περισσότερα.

Αυτό να μη θεωρηθεί σοφιστική προσέγγιση. Αποτελεί μέρος συνεχούς τριβής με τις πραγματικότητες που μας αφορούν. Που μας περιβάλλουν. Και που επενεργούν αναλόγως στην εθνική καθημερινότητα και την προοπτική. Που αφορά, πέραν άλλων, την εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα. Σε καιρούς όχι απλώς δύσκολους, αλλά στους οποίους επανακάμπτουν συνθήκες επαναγεωγραφήσεων! Αλλωστε, σε ό,τι αφορά ειδικά το ζήτημα των μεταπραξικοπηματικών τουρκικών επιλογών, πρέπει να το προσεγγίζουμε από την άποψη των δυνητικών κινδύνων, που συνάπτονται προς τις πάγιες βλέψεις της γείτονος σε καίριες εδαφικές παραμέτρους της Ελλάδος. Και ειδικότερα στην αναγκαιότητα προαποτροπής τυχόν τετελεσμένων. Που θα σημάνουν ακόμη κι ενδεχόμενους ακρωτηριασμούς.

Αυτό υπαγορεύουν όχι σύνδρομα κινδυνολογικής παθογένειας, αλλά συγκεκριμένα γεγονότα που συνθέτουν την περιπετειώδη διαδρομή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στην οποία η επιθετικότητα της Αγκυρας αποβαίνει διαχρονικά έωλο χαρακτηριστικό.

Προς αυτά, συνάπτεται και κάτι εκ παραλλήλου άλλο, στην ίδια σελίδα που διανοίγεται. Και που αφορά την κλιμακούμενη διελκυστίνδα Ευρώπης – Τουρκίας. Την οποία δυστυχώς –κι εφόσον υποτραπεί – θα πληρώσει (ως συνήθως) η Ελλάδα! Κι αυτό δεν είναι απότοκο αόριστης φοβίας ή θεωρητική προεικασία ενδεχομένων. Είναι στοιχειοθετημένος προσδιορισμός παραγώγων της επανελισσόμενης κρίσεως. Καθώς: Η σαφής απειλή της Αγκυρας ως προς την αναίρεση της συμφωνίας για το Προσφυγικό με μαθηματική βεβαιότητα οδηγεί σε βέβαιη επανενεργοποίηση των ακατάσχετων ροών από τους καταυλισμούς της Τουρκίας προς την ευρωπαϊκή επικράτεια. Μονοδρομικός πυλώνας της οποίας είναι ως προς αυτό το μέρος του εκβιασμού (γιατί περί αυτού πρόκειται) η νησιωτική Ελλάδα! Κάτι που και οι γεωγραφικές παράμετροι –και γενικότερα οι συνθήκες που επικρατούν –διευκολύνουν τις τουρκικές πρακτικές. Ως συνακόλουθων της επαπειλούμενης από μέρους της παρασπονδίας. Εφόσον δηλαδή δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της. Αιχμή των οποίων είναι ν’ ανοίξουν οι πύλες (Σένγκεν) για τους Τούρκους!