H απόφαση των ψηφοφόρων του Ηνωμένου Βασιλείου να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι παράδειγμα του βρετανικού μαύρου χιούμορ που τόσο μου αρέσει. Δεν είναι το «Ιπτάμενο τσίρκο» των Μόντι Πάιθονς, δεν είναι η σειρά «Ναι, πρωθυπουργέ». Είναι απλώς ο Μπόρις, ο Μάικλ και ο Νάιτζελ και το καταστροφικό πολιτικό ριάλιτι σόου που κάνουν.

Με δεδομένη την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική σημασία της Βρετανίας, το Brexit θα αφήσει μεγάλο κενό στην ΕΕ. Αλλά δεν θα καταστρέψει την Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν είμαι σίγουρος για το αντίστροφο. Θα παραμείνει ενωμένη η χώρα ή θα φύγουν οι Σκωτσέζοι, με τη Βόρεια Ιρλανδία να ζητά ενοποίηση με την Ιρλανδία; Εχει ανοίξει τον δρόμο το Brexit για την παρακμή μιας από τις πιο δυναμικές οικονομίες της ΕΕ και το τέλος της βασιλείας του Λονδίνου ως παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου;

Η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ είναι μια κίνηση χωρίς προηγούμενο, χωρίς αμφιβολία θα προκαλέσει αρκετές δυσάρεστες εκπλήξεις. Μέχρι τώρα, με την εξαίρεση της Γροιλανδίας, η ΕΕ έχει βιώσει μόνο διευρύνσεις. Και γι’ αυτό κανείς δεν ξέρει ουσιαστικά πώς θα πραγματοποιηθεί το Brexit, πόσο καιρό θα χρειαστεί (για την έξοδο της Γροιλανδίας χρειάστηκαν τρία χρόνια) και ποιες επιπτώσεις θα έχει τόσο για τη Βρετανία όσο και για την ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: η βρετανική απόφαση –ακόμα και αν εφαρμοστεί με τον πιο γρήγορο τρόπο –πυροδοτεί μια μακρά περίοδο πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας καθώς και την ευρωπαϊκή ανησυχία και ενασχόληση με τις δικές της υποθέσεις, παρότι ο κόσμος γύρω από τη Γηραιά Ηπειρο αλλάζει δραματικά. Αν η λογική και μόνο αποτελούσε τη βάση της λήψης αποφάσεων, οι λοιπές 27 χώρες, βάσει των συμφερόντων τους, θα προχωρούσαν στην ενδυνάμωση της ΕΕ λαμβάνοντας άμεσα μέτρα για τη σταθεροποίηση και τη μεγαλύτερη ενοποίηση. Δεν υπάρχουν όμως ελπίδες για κάτι τέτοιο.

Οι διαφορές για τη στρατηγική και τις τακτικές μεταξύ των σημαντικών μελών της νομισματικής ένωσης, κυρίως Γερμανίας και Γαλλίας, και ανάμεσα στα βόρεια και στα νότια μέλη, είναι πολύ βαθιές. Ολοι γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει: να βρεθεί ένας νέος συμβιβασμός μέσα στη νομισματική ένωση μεταξύ εκείνων (με πρώτη τη Γερμανία) που επιμένουν στη λιτότητα και της ανάγκης των μεσογειακών χωρών για αυξημένες δαπάνες ώστε να υπάρξει ανάπτυξη και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης φαίνεται όμως ότι χάνουν το κουράγιο να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούμε να περιμένουμε κάποια ενίσχυση ή μια νέα αρχή για την ΕΕ. Αντίθετα, παρά τις διαβεβαιώσεις μετά το αρχικό σοκ για το Brexit ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν. Ωστόσο τα βαθύτερα αίτια για την απόρριψη της Ευρώπης είναι πολύ βαθύτερα από τις σημερινές αντιπαραθέσεις. Ο εθνικισμός που γιγαντώνεται και πάλι έχει αναβιώσει τον μύθο μια παλιάς χρυσής εποχής κρατών με εθνική και πολιτική ομοιογένεια, που δεν εκτίθενται στις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης.

Ολα αυτά τα γράφω λίγες ημέρες πριν από την 100ή επέτειο της σφαγής στο Σομ την 1η Ιουλίου 1916. Προφανώς, η κληρονομιά δύο τρομερών παγκόσμιων πολέμων ήταν κάποτε αρκετή για τον σχηματισμό μιας ενιαίας Ευρώπης και τη δημιουργία της ΕΕ. Πλέον όμως δεν είναι επαρκής προκειμένου να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό σχέδιο ενοποίησης που εκπονήθηκε μετά το 1945. Τα λόγια του Φρανσουά Μιτεράν στην τελευταία του ομιλία στο Ευρωκοινοβούλιο –«Ο εθνικισμός σημαίνει πόλεμο!» –φαίνεται ότι έχουν ξεχαστεί.

Σήμερα ο εθνικισμός εντείνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και κατευθύνεται κυρίως εναντίον των ξένων και της ΕΕ. Αυτοί οι δύο στόχοι χρησιμοποιήθηκαν και από την καμπάνια υπέρ του Brexit στη Βρετανία. Οι υποστηρικτές του εκμεταλλεύτηκαν αποκλειστικά τον εθνικιστικό μύθο, ενώ οι οπαδοί της παραμονής ακούγονταν σαν λογιστές.

Η ανατροπή του θετικού οράματος της Ευρώπης δεν αγνοεί μόνο το παρελθόν. Είναι σύμπτωμα της ευρωπαϊκής –ή μάλλον της δυτικής –παρακμής, η οποία προέρχεται από μια βαθιά αναξιοπιστία προς τις ελίτ. Η Ευρώπη, από αυτή την άποψη, δεν είναι μόνη: στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ χαιρέτισε το Brexit και πατά τα ίδια εθνικιστικά κουμπιά.

Για πολλούς δυτικούς πολίτες θεσμοί όπως η ΕΕ, όχι λιγότερο από αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία, θεωρούνται εκφραστές της παρακμής και όχι πηγή επιρροής των αλλαγών στις παγκόσμιες δυνάμεις. Ετσι, η σωτηρία αναζητείται στο έθνος-κράτος. Δυστυχώς, όπως θα φανεί και στη Βρετανία, αυτή η στρατηγική θα αποτελέσει αυτοεκπληρούμενη προφητεία κατάρρευσης.

Αυτή τη στιγμή, οι χώρες της ΕΕ διατηρούν αντιφατική στάση αντιδρώντας σε περαιτέρω ενοποίηση, ενώ επιμένουν ότι η ΕΕ πρέπει να δράσει. Πώς, ακριβώς, πρέπει να δράσει η ΕΕ εν τη απουσία περαιτέρω ενσωμάτωσης είναι άγνωστο.

Ισως υπάρχει ακόμα χρόνος να αναστραφούν οι σημερινές τάσεις στη Δύση. Δεν χρειαζόμαστε μια νίκη του Τραμπ ή της Λεπέν για να καταλάβουμε πού οδηγεί ο εθνικισμός, που αποτέλεσε τη βάση του Brexit.

Ο Γιόσκα Φίσερ ήταν υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 έως το 2005 και συνιδρυτής του κόμματος των Πρασίνων