Κάπου ο Ξενοφών στα «Απομνημονεύματά» του παραθέτει τη σωκρατική σύσταση, ότι «Ανευ ομονοίας, ούτ’ αν πόλις ευ πολιτευθείη, ούτ’ οίκος καλώς οικηθείη…». Κι αυτό ακριβώς έρχεται γάντι στη σημερινή και δεινή μας κατάσταση. Ωστε να μην αποτελεί εξεζητημένο φιλολογικό τσιτάτο, αλλά αντιθέτως να επισημαίνει το διαχρονικώς αυτονόητο. Σε στιγμή που: α) Η χώρα βαίνει από το χρεοκοπικό κακό στο τραγικώς χειρότερο. β) Oι θεσμικοί (και άλλοι) διαχειριστές της παθογενούς υποτροπής να μη συναντώνται πουθενά! Να μη βρίσκουν δηλαδή σχεδόν κανένα κοινό σημείο αναφοράς, ενώ αντιθέτως να αποβαίνουν συνιστώσες διχαστικού διαγκωνισμού.

Η κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητότερη εάν υπάρξει αυτοσκοπική συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η (καθ’ όλα περιστασιακή) αποτροπή καταρρεύσεως επιτυγχάνεται όχι με υπέρβαση του χρεοκοπικού αδιεξόδου, αλλά κυρίως χάρη στις υποδιαιρούμενες (και εκβιαστικώς εκχωρούμενες) δανειακές δόσεις. Με τις εκβιαστικότερες υποδόσεις! Οι οποίες εάν αίφνης σταματούσαν (είτε και απλώς καθυστερούσαν) αυτομάτως η χώρα θα βρισκόταν επί μη αναστρέψιμου κενού!

Απλά περίπου μαθηματικά. Που απλουστευτικώς παραπέμπουν: αφενός στην απουσία δυνατοτήτων αυτοδύναμης αντιμετωπίσεως των πραγμάτων. Και αφετέρου στα καταθλιπτικά ελλείμματα στρατηγικών προτάσεων και επαρκών σχεδιασμών που θα επέτρεπαν σωστικές υπερβάσεις. Οπόταν και η κοινή λογική αποφαίνεται με αδυσώπητη διαλεκτική ότι στο τουλάχιστον ορατό μέλλον και αν δεν υπάρξουν διεργασίες τέτοιες που να αναιρούν (ή τουλάχιστον να περιστέλλουν) κατά μέγα μέρος το χρέος, η χώρα θα παραμένει διασωληνωμένη στην εντατική των μνημονιακών διαδικασιών και δεσμεύσεων. Οι οποίες όμως δεν είναι παρά μόνο η μία διάσταση του έως και θανάσιμου τραύματος. Γιατί πέραν αυτής, συνυπάρχει και εκείνη των ενδοελληνικών παθογενειών και των κρισίμων αγκυλώσεων που αυτές αναπαράγουν. Καθηλώνοντας το παρόν. Και υποθηκεύοντας το μέλλον. Με όρους πολιτικής αυτοδιαγνώσεως, αυτές παραπέμπουν σε αυτοάνοσα εν πολλοίς εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα, που διέπουν (και διαιρούν) το πολιτικό σύστημα.

Αυτό τι σημαίνει; Και κυρίως τι απαιτεί; Αυτό λοιπόν:

1. Σημαίνει πρωταρχικά ενισχυμένη εθνική βούληση, που να αιμοδοτεί και να ενεργοποιεί αντιστάσεις έναντι των κακοδαιμονιών.

2. Απαιτεί ένα περίπου «αυτόχθον» σχέδιο ανορθώσεως. Ημεδαπό δηλαδή μνημόνιο. Τέτοιο, που αφενός θα συνοψίζει τις αναγκαιότητες που ανακύπτουν. Και αφετέρου θα κωδικοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται και τις θυσίες που χρειάζονται. Θυσίες που θα υποστηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια. Η οποία σήμερα και σχεδιάζεται και υιοθετείται και τελικά επιβάλλεται σ’ εμάς από άλλους. Με τις δικές τους αντιλήψεις. Τους δικούς τους όρους. Και τα δικά τους συμφέροντα. Και αν δεν θέλουμε να εμπαίζομεν εαυτούς και αλλήλους, αυτοί τελικά είναι οι όροι του παιχνιδιού. Μεταξύ δηλαδή δανειστών και δανειζομένων.

Κι εδώ ακριβώς είναι που αποκτά νόημα και σημασία η σωκρατική σύσταση. Γιατί «άνευ ομονοίας», ουδέν εστί γενέσθαι.