Project Syndicate

Αν οι βρετανοί ψηφοφόροι αποφασίσουν στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου να εγκαταλείψουν την ΕΕ αυτό δεν θα γίνει για οικονομικούς λόγους. Μπορεί να επιλέξουν το Brexit επειδή θέλουν απόλυτη εθνική κυριαρχία, επειδή μισούν τις Βρυξέλλες ή επειδή θέλουν να επιστρέψουν οι μετανάστες στην πατρίδα τους, όχι όμως επειδή περιμένουν σπουδαία οικονομικά οφέλη.

Το στρατόπεδο υπέρ του Brexit έμοιαζε να κρατάει δύο ισχυρά οικονομικά χαρτιά. Το πρώτο ήταν η απόρριψη από συντριπτικό μέρος των βρετανών πολιτών της μεταφοράς δημοσιονομικών πόρων από τη χώρα τους στην υπόλοιπη ΕΕ, που αντιστοιχεί επί του παρόντος στο 0,4% του ΑΕΠ.

Το δεύτερο χαρτί ήταν η θλιβερή κατάσταση της οικονομίας της ηπειρωτικής Ευρώπης. Από πλευράς αύξησης του ΑΕΠ, απασχόλησης ή καινοτομίας, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υστερούν, κατά μέσο όρο, της Βρετανίας (και σε έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό των ΗΠΑ).

Τελευταία, όμως, τα οικονομικά επιχειρήματα υπέρ του Brexit ακούγονται ξεψυχισμένα. Οι υπερασπιστές του δυσκολεύονται να εξηγήσουν τι είδους εμπορικές και εταιρικές συμφωνίες θα μπορούσε (αν θα μπορούσε) να συνάψει η Βρετανία με την ΕΕ, πόσω μάλλον το γιατί θα ήταν αυτές καλύτερες σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση.

Από τις οκτώ οικονομικές έρευνες που αξιολόγησε πρόσφατα το Institute for Fiscal Studies, ένα ανεξάρτητο ερευνητικό ίδρυμα υψηλού κύρους, μόνο μία υποστηρίζει πως η αποχώρηση από την ΕΕ θα έφερνε σημαντικά οικονομικά οφέλη. Και η συγκεκριμένη έρευνα –δεν αποτελεί έκπληξη ότι είναι καρπός της ομάδας Οικονομολόγοι υπέρ του Brexit –έχει δεχθεί έντονη κριτική ότι στερείται της δέουσας αναλυτικής βάσης.

Οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως μια αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ θα την έπληττε σοβαρά. Οι βρετανοί εξαγωγείς θα κατέληγαν να συμμετέχουν λιγότερο στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά και θα αποκλείονταν από συμφωνίες που έχει διαπραγματευτεί η ΕΕ διασφαλίζοντας πρόσβαση στις μείζονες διεθνείς αγορές. Παρότι η Βρετανία θα μπορούσε να διαπραγματευτεί νέες συμφωνίες με αυτούς τους εταίρους, αυτό θα έπαιρνε χρόνο και λειτουργώντας μόνη η διαπραγματευτική της ισχύ μάλλον θα ήταν μικρότερη.

Αυτό σημαίνει πως οι εμπορικές συναλλαγές της Βρετανίας, τόσο με τους Ευρωπαίους όσο και με τους μη ευρωπαίους εταίρους, θα περιορίζονταν. Η χώρα θα κατέβαλε υψηλότερες τιμές για εισροές προϊόντων και καταναλωτικά αγαθά και η συρρικνωμένη ενσωμάτωση των βρετανικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας θα υπονόμευε την παραγωγικότητα. Το κόστος σε όρους απολεσθέντος ΑΕΠ θα ήταν 5-20 φορές υψηλότερο από τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν μέσω της μη συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Δεν είναι μια ελκυστική συμφωνία.

Τα επιχειρήματα αυτά έχουν προβληθεί δυναμικά στη Βρετανία ενόψει του δημοψηφίσματος. Εν τούτοις, δεν έχουν απλοποιήσει τη συζήτηση για το κόστος και τα οφέλη ενός Brexit. Ενας λόγος μπορεί να είναι ότι η συζήτηση δεν έχει ακολουθήσει τις κομματικές γραμμές. Το Συντηρητικό Κόμμα του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον είναι βαθιά διχασμένο ως προς το ζήτημα αυτό, ενώ το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν είναι μάλλον χλιαρό έναντι της ΕΕ. Επειδή η επιλογή δεν είναι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ανεξάρτητες απόψεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο βάρος.

Το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου είναι σημαντικό από μόνο του, λόγω των σοβαρών συνεπειών που θα έχει στη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ. Θα μπορέσουμε όμως να αντλήσουμε και ευρύτερα διδάγματα.

Αν οι βρετανοί ψηφοφόροι αποφασίσουν να εγκαταλείψουν την ΕΕ, αυτό θα σημαίνει πως τα ορθολογικά οικονομικά επιχειρήματα έχουν μικρότερη βαρύτητα από τις συναισθηματικές εκκλήσεις. Μια τέτοια έκβαση θα ενθαρρύνει τις λαϊκιστικές δυνάμεις αλλού –από την Ιταλία και τη Γαλλία μέχρι τις ΗΠΑ –να υπερασπιστούν ακόμα πιο παθιασμένα απομονωτικές πολιτικές που θεωρούνται από τους περισσότερους ειδικούς ως οικονομικά ανόητες. Προκειμένου να καταπολεμήσουν αυτές τις δυνάμεις και τις πολιτικές, τα πολιτικά κόμματα του μεσαίου χώρου θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την αποτυχία τους να προσφέρουν ένα όραμα ικανό να πείσει τους ψηφοφόρους να επιλέξουν την ανοιχτή οικονομία –παρότι έχουν τα στοιχεία με το μέρος τους.

Μία ψήφος υπέρ της παραμονής στην ΕΕ από την πλειοψηφία των Βρετανών θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, υπογραμμίζοντας πως όσα αρνητικά συναισθήματα και αν έχουν οι πολίτες απέναντι σε μια πολιτική ή μια οντότητα ο ορθός λόγος δεν μπορεί να πεταχτεί στην άκρη. Και κάτι εξίσου σημαντικό: μια τέτοια έκβαση θα ενθάρρυνε έναν αυστηρότερο έλεγχο των οικονομικών συνεπειών λαϊκιστικών προγραμμάτων στις ΗΠΑ και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου δεν είναι μόνο η σχέση ανάμεσα στη Βρετανία και στην ΕΕ –ή ακόμη και το μέλλον του «ευρωπαϊκού σχεδίου». Ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασίσουν οι ψηφοφόροι θα είναι ένα σημαντικό τεστ του κατά πόσο οι δημοκρατικές επιλογές στις προηγμένες χώρες καθοδηγούνται από τον οικονομικό ορθολογισμό ή από τα λαϊκά πάθη.

Ο γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πιζανί-Φερί, πρώην διευθυντής

του ινστιτούτου Bruegel, είναι σήμερα καθηγητής στη Hertie School

of Governance στο Βερολίνο και έχει καθήκοντα γενικού επιτρόπου Πολιτικού Σχεδιασμού στη γαλλική κυβέρνηση.