Το πολυνομοσχέδιο ψηφίστηκε, συμφωνία στο Eurogroup υπήρξε, οι «διορθώσεις» των εταίρων έγιναν αποδεκτές, η δόση θα εκταμιευτεί. Και τώρα στην ουσία: υπάρχει κανείς που να πιστεύει στα σοβαρά ότι η Αθήνα θα πετύχει τους στόχους της; Οτι η υπερφορολόγηση θα αποδώσει εισπρακτικά και πως οι επενδυτές θα κάνουν ουρές για να αγοράσουν τις αστικές συγκοινωνίες ή τη ΔΕΗ, για την παρθενία της οποίας προέταξε ήδη τα στήθη του ο Πάνος Σκουρλέτης; Οτι αυτό το κράτος έχει την κυβέρνηση, τη διοίκηση και τις υποδομές που απαιτούνται για να βγει από το σπιράλ του αέναου Μνημονίου;

Δεν το πιστεύει κανείς. Αρκεί μια ματιά στις χθεσινές δηλώσεις –από τον Νίκο Βούτση που είπε ότι η αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά κινείται στα όρια της αντισυνταγματικότητας ώς την Αννα Βαγενά που διαβεβαίωσε ότι εάν έχεις αντέξει τετρακόσια χρόνια Tουρκοκρατία, τότε αντέχεις άνετα και εκατό χρόνια υπερταμείο. Η πρώτη δήλωση αποτυπώνει τη γενικότερη διάθεση της κυβέρνησης. Η δεύτερη δίνει το μέτρο της σοβαρότητας: μπορεί να μην είναι η ίδια η Βαγενά, αλλά όπου να ‘ναι όλο και κάποιος βουλευτής θα υψώσει το λάβαρο της επανάστασης απαγγέλλοντας τον Θούριο.

Κατά κάποιον τρόπο ο Βούτσης έδωσε μια διάσταση σχετικότητας στα νέα μέτρα. Και η Βαγενά σχετικοποίησε τον χρόνο. Αυτό ακριβώς αγόρασαν κυβέρνηση και δανειστές: χρόνο. Η πρώτη για να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία και οι δεύτεροι για να επιστρέψει η ελληνική κρίση από την Ευρώπη εκεί όπου ανήκει: πίσω σε μια Ελλάδα της οποίας δεν θα μπορεί να περάσει τα σύνορα για το προσεχές διάστημα. Η Ευρώπη δεν έχει πρόβλημα να αρχίσει η επανάσταση εδώ. Αλλά, παραφράζοντας τον τίτλο εκείνης της υπέροχης ταινίας με τον Τζιν Γουάιλντερ και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, θέλει να αρχίσει η επανάσταση χωρίς αυτήν.