Η κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται την τελευταία τριετία σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι με επίκεντρο το Κυπριακό, την οικονομία, την ανεργία, την ανάπτυξη και την εσωτερική διακυβέρνηση. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν προνομιακό χώρο του πολιτικού ανταγωνισμού, κυρίως όμως μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομματικών πόλων: της Δεξιάς (ΔΗΣΥ) και της Αριστεράς (ΑΚΕΛ). Στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής αμφότερα τα κόμματα αυτά κατέγραψαν πρωτοφανή μείωση που ξεπέρασε το 10%. Ειδικότερα η μείωση του ΑΚΕΛ άγγιξε το 7%, ενώ το ΔΗΣΥ είχε απώλειες της τάξης του 3,7%. Εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε πως η συστηματικά και μεθοδικά διαφημιζόμενη έξοδος από το Μνημόνιο, την οποία είχε επιχειρήσει το εκλογικό επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος της Δεξιάς, δεν έπεισε τον κόσμο. Αν και το ΔΗΣΥ ανεδείχθη πρώτο κόμμα, εν τούτοις πλήρωσε το τίμημα της δρακόντειας μνημονιακής πειθαρχίας που έχει πλήξει την πραγματική οικονομία της Κύπρου. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά χρεώθηκε με αρνητικό πρόσημο τη διακυβέρνηση της περασμένης πενταετίας (2008-13) που, σε συνδυασμό με την ανάδειξη ενός εσωστρεφούς πολιτικού μάνατζμεντ, αποστασιοποίησε χιλιάδες ψηφοφόρων της.

Σε κάθε περίπτωση, το υψηλό ποσοστό της αποχής όπως και μια ευδιάκριτη αντιφατικότητα μεγάλης μερίδας πολιτών αποδυνάμωσαν τον διπολισμό, ενισχύοντας τα λεγόμενα «μικρά» ή «μεσαία» κόμματα. Οι δύο κυρίαρχοι του πολιτικού συστήματος βρίσκονται πλέον κάτω από το 60% με ανάλογες απώλειες και σε έδρες. Επιπροσθέτως θα σημειώναμε πως η μεγάλη αύξηση της αποχής (από 21,32% το 2001 σε 33,26% την Κυριακή) ευνόησε την Ακροδεξιά (ΕΛΑΜ) που εισήλθε στη Βουλή με οριακό τρόπο. Αναμφίβολα μπορούμε να μιλήσουμε για μεγάλες ανατροπές όσον αφορά τη σύνθεση της νέας Βουλής, σε κόμματα και σε πρόσωπα. Το βέβαιο είναι πως κατά την 11η βουλευτική αναμέτρηση η υψηλή αποχή και ο πολιτικός κυνισμός δημιούργησαν έναν στρόβιλο εκλογικού αποτελέσματος που –ipso facto –έχει προσώρας εκκολάψει ένα θεσμικό σοκ με αβέβαιη την πολιτική συμπεριφορά και στάση στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επιπροσθέτως, τα κόμματα του πάλαι ποτέ ισχυρού δίπολου φαίνεται να βρίσκονται σε πορεία ύφεσης.

Ταυτόχρονα είναι σαφές πως τα κομματικά επιτελεία χρειάζονται πλέον ειδικές επιστημονικές μελέτες (και όχι απλά-απλοϊκά δεδομένα δημοσκοπήσεων) με στόχο να ερμηνεύσουν τη σημερινή πολιτική γεωγραφία μέσα από τους λειτουργικούς άξονες του νεότερου κυπριακού κοινωνικού μετασχηματισμού. Αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη να ερευνηθεί συστηματικά το προφίλ της κυπριακής κοινωνίας, στον βαθμό που η παρούσα πολιτική αρχιτεκτονική είναι παράγωγο μιας εντεινόμενης και εκτεινόμενης κρίσης αξιοπιστίας, αποτελεσματικότητας και λειτουργίας του κομματικού συστήματος. Αλλωστε, αυτή ακριβώς η κρίση παραπέμπει σε μορφές πολιτικού κυνισμού, όπου οι σημερινοί πολίτες αποστασιοποιούνται, μεταξύ άλλων, και από κάθε ανεπαρκή ή/και επίπλαστη «λογική» συναινεσιοκρατίας.

Ο Κώστας Γουλιάμος είναι πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου