«Εσύ πας να κόψεις το τσιγάρο και εγώ το ξανάρχισα κι έπεσα με τα μούτρα!». Βγάζει τα σέα της για να στρίψει. «Καιρό που βρήκα… Εξι ευρώ θα πάει το πακέτο με τους νέους φόρους… Πάλι καλά που εδώ πουλάνε πλέον καπνό στη λαϊκή, με το κιλό. Δεν ξέρεις βέβαια τι τον έχουν ραντίσει…». «Εχεις ανάγκη εσύ να αγοράζεις χύμα καπνό;» εξανίσταμαι. «Δέκα δέκα σου ‘ρχονται οι ασθενείς!». «Ε και; Τι νομίζεις πως μου μένει στην τσέπη; Δουλεύω για να εξυπηρετώ τα Μνημόνια. Κι έπειτα μη νομίζεις ότι πληρώνομαι από όλους –έχει το γεροντάκι ανάγκη γέφυρα –«να σας εξοφλήσω με δόσεις;» μου κάνει -, να τον αφήσω φαφούτη;». «Επιτελείς δηλαδή κοινωνικό έργο!» την πειράζω κι εκείνη αντεπιτίθεται κοιτώντας με ίσια στα δόντια –«χρειάζεσαι επειγόντως καθαρισμό! Πρωί πρωί αύριο στο ιατρείο!».

Καθόμαστε με την αδελφή μου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στον μαρμάρινο Καραμανλή και στον έφιππο Μεγαλέξαντρο. «Βλέπεις το πουλί του Βουκεφάλα; Οταν πρωτοέστησαν το άγαλμα ήταν διπλάσιο –οι Αρχές σοκαρίστηκαν, διαμαρτυρήθηκαν στον γλύπτη, «τα άλογα ερεθίζονται στη μάχη» εξήγησε εκείνος, «έχω ρωτήσει ζωολόγο». Τον απείλησαν ότι θα ακύρωναν την ανάθεση και έτσι αναγκάστηκε να το μικρύνει». «Ολο πικάντικα κουτσομπολιά μού είσαι!». «Η πόλη τα παράγει…».

Η Σόνια σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκε εκεί δυο φορές, χώρισε και ξαναχώρισε, τη βλέπω αποκλειστικά σχεδόν στην έδρα της, στην Αθήνα σπανίως κατεβαίνει. Μου μοιάζει απίστευτο πως κοντεύει τα σαράντα πέντε, πόσω δε μάλλον που η κόρη της έκλεισε φέτος τα δεκαοχτώ κι αναχώρησε για σπουδές στην Αγγλία. Εχει κληρονομήσει το όμορφο κεφάλι της μάνας μας και διατηρεί το σώμα της παλιάς βολεϊμπολίστριας, ανοιχτές πλάτες, στενή περιφέρεια, πλούσιο μπούστο –εκεί πήρε από το σόι του πατέρα μας. Παραμένει εν ολίγοις μπάνικη, αυτό που λένε milf, «mother I’d like to fuck». Διατηρεί κυρίως την ξεγνοιασιά της, τη χαρά της ζωής, σαν να ‘ναι η καρδιά της αδιάβροχη στις ταλαιπωρίες αλλά και στη φθορά της καθημερινότητας.

«Διάβασα το βιβλίο σου, γέλασα πολύ, άρεσε και στον Μάκη που γενικώς δεν σε πάει». «Ποιος είναι ο Μάκης; Ο καινούργιος σου;». «Ελα μωρέ, τον έχεις γνωρίσει, διάσημος ντισκ-τζόκεϊ κάποτε, έβαζε πρόπερσι μουσική στο πάρτι της ξαδέλφης μας…». «Δεν μου θυμίζει κάτι». «Εχει υπόγειο πάρκινγκ στην Καλαμαριά. Εκατό θέσεων» μου διευκρινίζει, μπας και νομίσω ότι πρόκειται για κάνα ρεμάλι. «Ζωντοχήρος κι εκείνος. Φανατικός της φύσης, πάμε κάθε Σαββατοκύριακο για ορειβασία, ράφτινγκ…». «Να προσέχετε!» συμβουλεύω ως μεγάλος αδελφός και της κλέβω το τσιγάρο απ’ το χέρι.

Συνειδητοποιώ αίφνης ότι δεν είναι η Σόνια μα όλοι οι συνομήλικοί μας κατά βάθος ξέγνοιαστοι. Εμείς, τα παιδιά των παιδιών της Κατοχής, που μας μεγάλωσαν στα πούπουλα, που στερούνταν για να μας στέλνουν σε φροντιστήρια, ωδεία, για να μας αγοράζουν αθλητικά εισαγωγής και ό,τι σκατολοΐδι μάς γυάλιζε στις βιτρίνες. Που τρέχαμε σε πάρτι από τα δεκατέσσερα και χορεύαμε ροκ και ντίσκο. Που γυρίσαμε πρωτοετείς με τρένο την Ευρώπη, κάναμε μεταπτυχιακά, βγάλαμε φράγκα, παντρευτήκαμε εκκωφαντικά, χωρίσαμε σχεδόν βελούδινα, δεν έσταξε του γαϊδάρου η ουρά. Εμείς, τα μέλη της μεγαλύτερης, της πιο εύρωστης μεσαίας τάξης στην ιστορία της Ελλάδας.

«Τα παιδιά μας θα πληρώσουν τη νύφη!» βαριαστενάζει η Σόνια. «Τινάξαμε εμείς την μπάνκα στον αέρα και τα φορτώσαμε χρέη για δυο ζωές… Δούλους τα καταντήσαμε του μεροκάματου…»

Κοιτάζω γύρω μου τους δούλους. Βλέπω πανέμορφους πιτσιρικάδες να κάνουν ακροβατικά με σκέιτμπορντ, κοπελίτσες να χασκογελάνε ψιθυρίζοντας η μια στο αφτί της άλλης, να ανταλλάσσουν φιλιά –έστω και μέσω κινητών -, να κάνουν τατουάζ με χένα, να φοράει η μια το δεξί και η άλλη το αριστερό ακουστικό για μοιραστούν το ίδιο τραγούδι. Σουρουπώνει, ευωδιάζει άνοιξη. Ο Θερμαϊκός φέρνει ένα αεράκι ευλογία, ο ουρανός παίρνει εκείνο το θεσπέσιο βιολετί που μαλακώνει τις καρδιές, που ωθεί τους ανθρώπους να ερωτεύονται…

Ποιοι δούλοι με τέτοιο φως;