Γεννημένη στην Αγία Παρασκευή της Αθήνας, μεγαλωμένη στη Γερμανία και στη συνέχεια στη Γαλλία, κάτοικος Λονδίνου. Με άλλα λόγια, πολίτης του κόσμου. Η Αριάν Λαμπέντ ξεκίνησε δυναμικά, όταν δηλαδή η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη την εμπιστεύτηκε για τον (πρωταγωνιστικό) ρόλο της Μαρίνας στο «Attenberg», δεύτερη –και καλύτερη –ταινία της σκηνοθέτριας, που «πέρασε» στο Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βενετίας το 2010. Πρόεδρος, εκείνη τη χρονιά, ο Κουέντιν Ταραντίνο που θα της δώσει το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας δηλώνοντας ότι «η ταινία μας συγκλόνισε όλους –και μας αποκάλυψε το πρόσωπο μιας άλλης Ελλάδας».

Πριν απ’ αυτό όμως, η Λαμπέντ συμμετείχε και στις καινοτομίες του θεάτρου, ως μέλος της ομάδας Vasistas, μαζί με τις Αργυρώ Χιώτη και Νάιμα Καρμπαχάλ, συμφοιτήτριές της στη θεατρική σχολή της Μασσαλίας. Το σινεμά, μάλιστα, δεν αποτέλεσε προτεραιότητα.

Σκεφτείτε πως ο ρόλος στο «Attenberg» της προσφέρθηκε δίχως η ίδια να τον ζητήσει. Αν και της αρέσει ο Γκοντάρ γιατί, όπως έχει η ίδια δηλώσει, «είναι τέλειο να βλέπεις χαζές, όμορφες γυναίκες να λένε φιλοσοφικά πράγματα». Σοκάρεται τόσο πολύ με τη βράβευσή της που ξεχνάει να «ευχαριστήσει τον Ταραντίνο». Το βραβείο όμως δεν είναι το μόνο καθοριστικό για τη ζωή της συμβάν.

Στα γυρίσματα της ταινίας γνωρίζει τον Γιώργο Λάνθιμο που, ως ηθοποιός, ενσαρκώνει τον σύντροφό της. Και μια και η ζωή έχει την τάση να μιμείται την τέχνη (ή μήπως είναι το ανάποδο;) οι δυο τους γίνονται ζευγάρι και στην «αληθινή ζωή».

Επόμενο βήμα, ο ρόλος της στις λανθιμικές «Αλπεις» που γυρίζονται με σχεδόν μηδενικό προϋπολογισμό. Οι συνθήκες παραγωγής απογοητεύουν τόσο την ίδια όσο και τον σύντροφό της. Σκεφτείτε το λίγο: ο «Κυνόδοντας» χάρισε στην Ελλάδα μια σπάνια προβολή: Πρώτο Βραβείο (στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα») στις Κάννες και μια οσκαρική υποψηφιότητα στην κατηγορία της Καλύτερης Ξένης Ταινίας («Η βραδιά των Οσκαρ είχε πλάκα»). Αραγε, αν είχε συμβεί κάτι ανάλογο σε μια γαλλική παραγωγή, ποια θα ήταν η υποστήριξη του κράτους; Ε, αυτά σκέφτηκαν και οι δυο, και, παντρεμένοι πλέον, αποφάσισαν να αφήσουν την Αθήνα για το Λονδίνο.

Κι όμως, η Ελλάδα της λείπει περισσότερο απ’ ό,τι στον Λάνθιμο: «Στην Αγγλία κρύβονται πολλά πίσω από την ευγένεια, στη Γαλλία πίσω από την αλαζονεία. Δεν μπορείς ποτέ να είσαι απόλυτα ειλικρινής με τους ανθρώπους. Πολλές φορές, όποτε αναφέρω κάτι καλό για την Ελλάδα, οι Ελληνες μου λένε ότι δεν έχω ιδέα, αλλά πραγματικά έχει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Λατρεύω που υπάρχει εκεί η Ακρόπολη και δίπλα τα μοντέρνα κτίρια, έχει μια τρελή προσωπικότητα αυτή η πόλη. Το βλέπω κάθε μέρα, ενώ εσείς δεν το βλέπετε πια». Το επόμενό της βήμα δε φτάνει μέχρι την Ελλάδα: είναι η συμμετοχή της στη γαλλική παραγωγή «Φιντέλιο: Η οδύσσεια της Αλίκης». Τα μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου όμως εντυπωσιάζονται. Και τη συμπεριλαμβάνουν στις υποψηφιότητες της κατηγορίας «Πολλά υποσχόμενη ηθοποιός».

Στον, αγγλικής παραγωγής, «Αστακό» στέκεται επάξια δίπλα σε μεγάλα ονόματα όπως των Ρέιτσελ Βάις και Κόλιν Φάρελ και μάλιστα σε ρόλο που αναδεικνύει περισσότερο από ποτέ το γνήσιο ταλέντο της στη σωματική κωμωδία. Η ίδια δηλώνει πως αν ήταν ζώο, θα ήταν λέαινα. Και η ταινία κερδίζει το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς, ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο το κασέ της. Δικαιολογημένα: με τη χαρακτηριστική ευλυγισία της (που χρωστά στα 10 χρόνια μπαλέτου που σπούδασε μικρή), τη γοητευτική της κοψιά, που απέχει πολύ από τα χολιγουντιανά «στάνταρ» καλλονής και το αναντίρρητο, πλέον, ερμηνευτικό ταλέντο, η Λαμπέντ μοιάζει ιδανικό «εργαλείο» στα χέρια ενός φιλόδοξου όσο και ικανού σκηνοθέτη.

Απόδειξη, η συμμετοχή της στο «Assassin’s Creed», πολυδάπανη μεταφορά ενός δημοφιλούς βιντεοπαιχνιδιού (το μπάτζετ σύμφωνα με την παραγωγό εταιρεία κινείται ανάμεσα στα 150 με 200 εκατομμύρια δολάρια), όπου ενσαρκώνει μια εκπαιδευμένη δολοφόνο αποτελώντας μέλος ενός από τα πιο εντυπωσιακά καστ που θα συναντήσετε φέτος και περιλαμβάνει τα ονόματα των Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τζέρεμι Αϊρονς και Μπρένταν Γκλίζον –τη δε σκηνοθεσία υπογράφει ο Τζάστιν Κούρζελ του περσινού «Μάκβεθ».

Μη νομίζετε όμως πως την κέρδισε το Χόλιγουντ, μια και ανάμεσα στα προσεχή της σχέδια συναντάμε τη νέα ταινία του Γκι Μαντέν (γνωστός στους πιο σκληροπυρηνικούς σινεφίλ) με τον τίτλο «Seances», ενώ πρωταγωνιστεί φυσικά και στο «Γυρίζοντας τον κόσμο» των Μιριέλ και Ντελφίν Κουλέν, πλάι στους Μάκη Παπαδημητρίου και Ανδρέα Κωνσταντίνου –που την ξαναφέρνει στο Φεστιβάλ Καννών!

Στο φιλμ, κεντρικές ηρωίδες είναι δύο φίλες που επιστρέφουν από το Αφγανιστάν και προσπαθούν να ξεχάσουν τον πόλεμο. Εμείς τις παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια του ενός τριημέρου που περνούν στο «στρατιωτικό κέντρο αποκατάστασης» πολυτελούς ξενοδοχείου της Κύπρου. Η ταινία γυρίστηκε στη Ρόδο και το Παρίσι το 2015, ενώ οι σκηνοθέτριες αδελφές Κουλέν προήδρευσαν προσφάτως στο 17ο Φεστιβάλ Γαλλοφωνίας στην Αθήνα.