Χρήσιμη αναγωγή και τομή όσων τραυματικών εξελίσσονται στην περιοχή. Με τη χώρα μας να αποβαίνει επίκεντρο και κρίσιμο σημείο αναφοράς. Υπόμνηση για όσους τυχόν δεν έχουν αντιληφθεί τις υφέρπουσες ανατροπές στον γεωπολιτικό χάρτη όπου κρατικώς γεωγραφούμεθα και το κόστος που θα αναπαραχθεί αν αυτές δεν αποσοβηθούν. Για όσους λοιπόν η μνήμη δεν ατονεί –και χωρίς διάθεση άγονης αναδρομής στο καλύτερο χθες από το χειρότερο σήμερα: κάπου στο 1999, η Ουάσιγκτον προσδιόριζε (με πειστική βεβαιότητα) την Ελλάδα «ηγέτιδα χώρα των Βαλκανίων»! Και όχι μόνον, αλλά και «λίκνο της πολιτικο-οικονομικής αναδιαρθρώσεως της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» (sic). Διά χειλέων του πρεσβευτού της στην Αθήνα (Νίκολας Μπερνς) διερμηνεύοντας ανάλογες σκέψεις του προέδρου Κλίντον. Ετσι ακριβώς. Κάτι που αποτέλεσε σηματωρό για το νέο εθνικό μας αφήγημα και τον άξονα της εφεξής πολιτικής.

Πριν αυτή δυστυχώς φυλλορροήσει με τη χρεοκοπική κατολίσθηση και απολήξει στον οικονομικό ερειπιώνα. Καθώς, αντί να διαχειρισθούμε την ιστορική ευκαιρία, ξεπέσαμε στην εθνική φαντασίωση. Θεωρώντας τα πάντα ως ακόπως δεδομένα! Και την πατήσαμε.

Αυτή ακριβώς η ίδια αντίληψη περί Ελλάδος διεμορφώνετο στα στρατηγεία των Βρυξελλών και γενικότερα των κέντρων ισχύος που διεχειρίζοντο τις ευρωπαϊκές προοπτικές. Για τις οποίες η βαλκανική ζώνη εθεωρείτο (και εξακολουθεί να θεωρείται) το ευαίσθητο υπογάστριο της Κοινότητος. Κατ’ ακρίβειαν πρωτοβάθμιας σημασίας ζωτικός χώρος. Που αφορούσε κυρίως τη στοχοθετούμενη (τότε) και προαγόμενη κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.

Οπόταν η Ελλάδα ως ισχυρότερη επέπρωτο φυσιολογικά να αποβεί ο θεμελιώδης περιφερειακός άξονας των γεωπολιτικών διαμορφώσεων στην περιοχή της. Ουδείς και με τίποτα δεν υπελόγιζε ότι από θέση δυνάμει τότε ηγέτιδος θα απέληγε τελικά παρίας των Βαλκανίων. Το απελπιστικώς τραγικό! Και κυρίως χωρίς ορατή προοπτική ανανήψεως. Και όχι μόνον, αλλά εάν δεν υπάρξουν δυναμικές ανακοπής της χρεοκοπικής ολισθήσεως, κανένας δεν μπορεί να προεικάσει κάτι καλύτερο από τα προβλεπτώς χειρότερα! Η αλήθεια. Και χωρίς αναισθητικό. Γιατί μόνον έτσι μπορεί να επενεργήσει ως αντίδοτο σε ό,τι συνεργεί σε αυτήν την αποσυνθετική φορά. Το προέχον. Εστω και αργά. Γιατί ό,τι και να συμβεί (ακόμη και αν υπάρξουν αντιστάσεις) επάνοδος στις «παλιές καλές ημέρες» (που «τραβούσαν τα σκυλιά με τα λουκάνικα») προαποκλείεται. Ούτε οι δυνατότητες υπάρχουν, ούτε οι γενικότερες συνθήκες στον ευρωπαϊκό χώρο ευνοούν τέτοιες άσοφες παλινδρομήσεις.

Οσο αυτό πληρέστερα συνειδητοποιηθεί τόσο το καλύτερο. Προκειμένου να υπάρξει ανάλογη προσαρμογή στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν οι ακρωτηριασμένες δυνατότητες και οι αναδυόμενες αδυναμίες. Να μην αυτοεμπαιζόμεθα. Με τη διαφορά όμως ότι πέραν αυτών και όσων αφορούν τις εσωτερικές δομές και ανακατατάξεις, εκείνο που προέχει εν προκειμένω είναι η γεωπολιτική αναδιάταξη της περιοχής. Οπου:

1. Η Ευρώπη προσδιορίζει ατύπως μεν, αλλά πρακτικά, τα νοτιοανατολικά της σύνορα (με όρους ασφαλείας) εντεύθεν των αιγαιωτικών παρυφών. Μεταθέτοντας αυθαιρέτως αυτά τα όρια στο συρματόπλεγμα των Σκοπίων! Και βεβαίως στα σύνορα της Αλβανίας, όπου περιπολούν επ’ εσχάτως ιταλοί καραμπινιέροι!

2. Η Ελλάδα, χωρίς να εγκαταλείπεται –γιατί δεν υπάρχει θεσμικό περιθώριο να επισυμβεί και αυτό -, εντούτοις αποβαίνει όσο ποτέ απομονωμένη και ουσιαστικώς αποκομμένη από τη φυσική της κοιτίδα: την Ευρώπη, ως θεσμική αναφορά. Που την αντιμετωπίζει –τουλάχιστον σ’ επίπεδο λαϊκής αντιλήψεως –ως εχθρικό αντίποδα. Με σύνδρομο αδικημένου οφειλέτη προς βάναυσο τοκογλύφο δανειστή.

Ανεξαρτήτως αυτών που σήμερα επισυμβαίνουν, εάν δεν υπάρξουν κάποιες γενναιόφρονες τομές (και κυρίως αν δεν υπάρξει διέξοδος από τη νοσηρή εσωστρέφεια που ανατροφοδοτείται από εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα) η χώρα θα υποστεί τα χειρότερα. Καθώς οι συνθήκες και οι εμπειρίες του Προσφυγικού: α) Διαμορφώνουν ομαδοποιήσεις στους κόλπους των εταίρων, που βρίσκονται στον αντίποδα των δικών μας αντιλήψεων. Και β) Δημιουργούν δυναμικές υπερφαλαγγίσεώς μας από όμορες χώρες, που εμφανίζονται αίφνης ως επαρκέστερες δικλίδες για κάποια ευρωπαϊκά κέντρα.