Στον έβδομο χρόνο του Μνημονίου, η Ελλάδα –και η ελληνική κοινωνία –βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση από εκείνη που είχε την ημέρα του διαγγέλματος Παπανδρέου στο Καστελλόριζο: οι θυσίες έχουν πρακτικά εξανεμιστεί, η αβεβαιότητα θεριεύει και πάλι, ενώ η χώρα μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς σε αποθήκη ψυχών. Το περίεργο είναι ότι η μόνη κυβερνητική απάντηση σε όλα αυτά συνοψίζεται σε παιχνίδια εξουσίας.

Οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές σπάνε η μία μετά την άλλη –τελευταίο παράδειγμα οι συντάξεις, οι οποίες προορίζονται να περικοπούν στον βωμό μιας γρήγορης συμφωνίας με την τρόικα, παρά τις συνεχείς δεσμεύσεις από υπουργούς και Πρωθυπουργό. Ωστόσο οι δανειστές προβάλλουν όλο και περισσότερες απαιτήσεις –και το μέλλον της διαπραγμάτευσης είναι άδηλο.

Στο Προσφυγικό, η αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής λύσης, όπως αυτή που δήλωσε ότι επιδιώκει ο Αλέξης Τσίπρας, φαντάζει ουτοπική: όταν οι περισσότερες χώρες έκλεισαν ή ετοιμάζονται να κλείσουν τα σύνορά τους και η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο προαναγγέλλεται περίπου ως συμβολική, είναι άμεσος ο κίνδυνος να εγκλωβιστούν πολύ περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Αντί να προαναγγέλλει βέτο –που δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο –η κυβέρνηση θα έπρεπε να αναζητεί συμμάχους και να προετοιμάζει ένα εθνικό σχέδιο για τα προσφυγικά κύματα, με βάση τη διακομματική συνεννόηση. Ομως προτιμά να ασχολείται με φτηνές κατηγορίες εναντίον της προηγούμενης κυβέρνησης.

Κυρίως όμως επιδίδεται σε παιχνίδια εξουσίας. Η διακυβέρνηση φθείρει γρήγορα –οι δημοσκοπήσεις το αποδεικνύουν. Αλλά είναι και πολύ γλυκιά –για όλους, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ –ακόμη και σε μαύρες περιόδους, όπως η σημερινή. Η δημιουργία του «δικού μας» κατεστημένου είναι αγαπημένη ενασχόληση των πάσης φύσεως εξουσιαστών. Μόνο που παλιότερα αυτό γινόταν σε συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας –κι όχι με χιλιάδες άπορους Ελληνες στα συσσίτια, ούτε με εξαθλιωμένους μετανάστες να κάνουν με τα πόδια τη μεγάλη πορεία προς την Ειδομένη.