Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν ήμουν επικεφαλής τραπεζικής εποπτείας στη Βρετανία, οι φίλοι μου έλεγαν ότι η θέση αυτή δεν θα έδινε συναρπαστική ώθηση στην καριέρα μου. Τότε η εποπτεία των τραπεζών ήταν μεν σημαντική δουλειά, αλλά οι σχετικές εξελίξεις δεν γίνονταν ποτέ πρωτοσέλιδο. Είκοσι χρόνια μετά η δομή της τραπεζικής εποπτείας στην Ευρώπη έχει βρεθεί στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας του Λονδίνου. Είναι ένα από τα σημεία-κλειδιά της επαναδιαπραγμάτευσης που θέλει να πετύχει ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έδειξε ότι η κατάρρευση μιας τράπεζας μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρη την οικονομία. Σε πολλές χώρες της ΕΕ και κυρίως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία καταγράφηκε το 2008 κατάρρευση τιμών των ακινήτων που είχαν χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες.

Η Βρετανία, από την πλευρά της, έχει στενές σχέσεις και με τις ΗΠΑ και με την ΕΕ. Η ανάπτυξη από το 2008 έως το 2015 ήταν 6%, ενώ το χρηματιστήριο της Βρετανίας είναι μεγαλύτερο αναλογικά με την οικονομία της, σε αντίθεση με τα χρηματιστήρια άλλων χωρών της ΕΕ, που είναι μικρότερα αναλογικά με την τοπική οικονομία. Το τραπεζικό σύστημα της Βρετανίας είναι μεγάλο και συγκεντρωμένο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι προσανατολισμένα κυρίως προς μη ευρωπαϊκές αγορές. Επίσης το ένα τρίτο των στοιχείων ενεργητικού των βρετανικών τραπεζών ελέγχεται από τράπεζες που δεν ανήκουν στην ΕΕ.

Οι διαφορές αυτές μπορεί να εξηγήσουν εν μέρει τη διστακτικότητα της Βρετανίας να συμμετάσχει στην τραπεζική ένωση της Ευρώπης. Στο Λονδίνο ακόμη και οι υπέρμαχοι της Ευρώπης προτιμούν να μιλούν σε εθνική βάση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της χώρας. Οι διαφορές στις δομές κάνουν κατανοητή την επιλογή αυτή.

Ο Χάουαρντ Ντέιβις είναι πρόεδρος της Royal Bank of Scotland