Η λέξη νόστος είναι ελληνική, ομηρική, η λέξη νοσταλγία όμως όχι. Μπορεί να έχει ελληνική ρίζα, αλλά στην πραγματικότητα είναι (γερμανο)ελβετική, αποτελεί επινόηση ενός γιατρού το 1678, του Γιόχαν Γιάκομπ Χάρντερ, προκειμένου να δώσει όνομα σε κάτι που θεωρούσε ασθένεια: την ασθένεια που προκαλεί το heimweh, ο πόνος της πατρίδας, από τον οποίο υπέφεραν οι ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου ΙΔ’. Οι οποίοι λιποτακτούσαν μαζικά μόλις άκουγαν βουκολικές μελωδίες, μέχρι που πέθαιναν κιόλας.

Τα εξηγεί πολύ ωραία όλα αυτά η Μπαρμπαρά Κασέν, αυτή η γαλλίδα φιλόσοφος, ελληνίστρια φιλόλογος, δοκιμιογράφος, λογοτέχνις και μεταφράστρια. Η οποία έγραψε ένα βιβλίο για τη νοσταλγία (εκδ. Μελάνι) προκειμένου να διερευνήσει το ερώτημα του υποτίτλου: «Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;». Στο εκπληκτικό αυτό βιβλιαράκι των 140 σελίδων διερευνά το θέμα –που την αφορά τρόπον τινά και την ίδια, ως εβραϊκής καταγωγής –μέσα από τρεις διαδρομές – ταξίδια: του Οδυσσέα (που πάντα επιστρέφει), του Αινεία (που μεταφέρει την πατρίδα αλλού) και των κειμένων της εμβληματικής φιλοσόφου Χάνα Αρεντ (που έχει ως πατρίδα της τη γλώσσα). Οχι τυχαία, αφού οι Ελληνες, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι (μέσω της θρησκείας) συνέθεσαν την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η Κασέν είναι Παριζιάνα αλλά αγαπάει εξίσου ή και περισσότερο «τον Ομηρο, τον Οδυσσέα, τα ελληνικά, τη Μεσόγειο». Και είναι και δεμένη με την Κορσική, στην οποία πηγαίνει κατά τακτά διαστήματα και στην οποία είναι θαμμένος ο άντρας της, χωρίς να έχει καταγωγή από εκεί. Γιατί νιώθει όμως νοσταλγία για το ιταλικό νησί; Η ίδια, γράφοντας το βιβλίο, μέσα από ωραίες φιλοσοφικές – ποιητικές διαδρομές κατέληξε ότι «σπίτι του είναι κανείς όταν τον υποδέχονται –αυτόν, τους δικούς του, τη γλώσσα του, τις γλώσσες του». Εκεί δηλαδή που τον δέχονται, τον φιλοξενούν, τον αγαπούν χωρίς αστερίσκους και προϋποθέσεις.

Είδαμε στην τηλεόραση έναν 67χρονο Αφγανό στη Σλοβενία να λέει ότι έφτασε στην Ευρώπη από το Αφγανιστάν με την οικογένειά του, κουβαλώντας συχνά στην πλάτη τη μητέρα του, ηλικίας 105 ετών! Αυτό θυμίζει την πορεία του Αινεία που έφυγε «με τον πατέρα του Αγχίση και την πατρίδα στην πλάτη του». Ποιες σκέψεις σάς γεννούν οι αναλογίες;

Τα δύο αυτά ταξίδια είναι μακρινά, δύσκολα και έπονται δραματικών γεγονότων. Τα χαρακτηρίζει επίσης υπέροχα, το υπογραμμίζετε και εσείς, η αφοσίωση προς τους γονείς.

Αλλά η διαφορά είναι έκδηλη: Η «Αινειάδα» είναι παραγγελία του αυτοκράτορα Αυγούστου και ο Αινείας του Βιργιλίου πάει να ιδρύσει μια θριαμβεύουσα Ρώμη που υπάρχει ήδη. Ο «ευλαβής Αινείας» κουβαλάει τον πατέρα του ο οποίος κρατά στο χέρι του τους εφέστιους θεούς, σύμβολο της Τροίας: εδώ δεν πρόκειται για ένα οικογενειακό αλλά για ένα πολιτικό πεπρωμένο, της πραγματικής και ταυτόχρονα μυθοπλαστικής ίδρυσης μιας πόλης και μιας αυτοκρατορίας. Τις Τρωαδίτισσες τις εγκαταλείπουν στον δρόμο, μαζί με τους γέρους, σε μια γωνιά της Σικελίας. Ο Αινείας και οι σύντροφοί του μπορούν έτσι να δημιουργήσουν μια καινούργια γενιά στο Λάτιο και θα μιλούν όλοι όχι πια ελληνικά αλλά λατινικά.

Οι μετανάστες και αυτός ο Αφγανός γνωρίζουν τα βάσανα της εξορίας καθώς περνούν ή σταθμεύουν στην τάδε ή τη δείνα χώρα, λ.χ. στη Σλοβενία. Οταν και αν βρίσκουν έναν ευνοϊκό τόπο υποδοχής μπορούν μάλλον να σταματήσουν, να ριζώσουν με την οικογένειά τους, να φτιάξουν μια καινούργια, να αφομοιωθούν μαθαίνοντας τη γλώσσα και ίσως, αν είναι τυχεροί και ευφυείς, να συμβάλουν στη μεταμόρφωση της χώρας υποδοχής. Αλλά δεν θα μπορέσουν να επανιδρύσουν την πατρίδα τους και να κάνουν το φλεγόμενο Αφγανιστάν να μεταμορφωθεί αλλού σε νέα Ρώμη. Με πολιτικούς όρους η σύγκριση δεν στέκει.

Εχοντας μελετήσει τα έπη, ποιες σκέψεις γενικότερα σας προκαλούν τα κύματα των προσφύγων που περνούν σήμερα το Αιγαίο κάτω από κάκιστες συνθήκες ασφαλείας;

Η θάλασσα διαθέτει την ίδια πάντα δύναμη και αποτελεί έναν απέραντο τάφο. Αλλά ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του είχαν επιλέξει να αρματώσουν τα πορφυρομάγουλα καράβια τους και να πάνε να κατακτήσουν την Τροία. Οι πρόσφυγες, πάλι, είναι κυνηγημένοι στις χώρες τους και οι διακινητές εκμεταλλεύονται το δράμα τους. Κάθε θάνατος θα έπρεπε να μας κάνει να ντρεπόμαστε, γιατί είναι και από δική μας ευθύνη. Κάθε θάνατος με κάνει να ντρέπομαι και δεν ξέρω τι ακριβώς να κάνω πέρα από το να κραυγάζω ή να γράφω όπως στη «Μοντ» μετά τη Λαμπεντούζα, ήδη, αλίμονο, πριν από δύο χρόνια. Αλλά όλοι γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι πρέπει να επεμβαίνουμε σε κάθε στάδιο: πριν, στις χώρες αναχώρησης, στη διάρκεια του ταξιδιού, τη στιγμή του διάπλου και του περάσματος των συνόρων, στην άφιξη και στις χώρες υποδοχής. Αν κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, πού είναι οι κυβερνώντες;

Παραθέτετε στο βιβλίο τη φράση του Κούντερα «Ευρωπαίος είναι αυτός που νοσταλγεί την Ευρώπη». Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η Ευρώπη που κάποιος μπορεί να νοσταλγεί; Πώς κρίνετε, επίσης, τη στάση της σήμερα απέναντι στις προσφυγικές ροές;

Το να πεις ότι είσαι Ευρωπαίος σημαίνει ότι νοσταλγείς την Ευρώπη, σημαίνει επίσης ότι η Ευρώπη που θέλουμε, εκείνη που νοσταλγούμε, δεν υπάρχει. Σε μας εναπόκειται, στους νοσταλγικούς Ευρωπαίους, να τη φτιάξουμε. Η Ευρώπη δεν είναι καταγωγή, είναι (όπως μάλλον και κάθε καταγωγή άλλωστε) μια κατασκευή, μια εξελισσόμενη δημιουργία περισσότερο παρά κάτι το προϋπάρχον –με τα ελληνικά του Αριστοτέλη θα έλεγα: περισσότερο μια «ενέργεια» παρά ένα «έργον». Η στάση της Ευρώπης είναι μικρόψυχη και ο από κοινού σχεδιασμός της ανεπαρκής. Καθένας κάνει ό,τι τον βολεύει ή ό,τι τον ενοχλεί λιγότερο. Η γαλλική φράση που δηλώνει αυτή τη βαθιά σύγχυση: «Nous ne pouvons pas accueillir toute la misère du monde» (Δεν μπορούμε να υποδεχτούμε όλη τη μιζέρια του κόσμου) που επανέλαβε ο πρωθυπουργός μας Μανουέλ Βαλς! Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει μια μείζων πρόκληση, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης πολιτικής και ηθικής και των τάχα οικουμενικών «αξιών» του ουμανισμού.

Αλλά υπάρχουν σημεία παρέμβασης πολύ συγκεκριμένα για τα οποία μπορούμε να αγωνιστούμε: για παράδειγμα, η διαφορά ανάμεσα σε πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες. Αντί να χρησιμοποιούμε αυτό το κριτήριο επαναπροώθησης που είναι περισσότερο από προβληματικό, καλό θα ήταν να εφαρμόσουμε ένα σύστημα υποδοχής που διαφοροποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με τις δεξιότητές τους και τους δυνατούς τρόπους ένταξης. Να ξανασκεφτούμε από την αρχή τις συνθήκες υποδοχής και περάσματος από τη μια χώρα στην άλλη: στη Γαλλία, για να κοιτάξουμε πρώτα τη δική μας την καμπούρα, να ανοίξουμε επιτέλους τα μάτια μας σε ό,τι έχει να κάνει με τη «ζούγκλα του Καλέ».

Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, πιο σύγχρονος ήρωας; Ο Οδυσσέας ή ο Αινείας;

Και οι δύο λένε κάτι για μας. Ο Οδυσσέας μας μιλάει για ρίζωμα –στην κυριολεξία, αφού πελέκησε το συζυγικό κρεβάτι σε ένα δέντρο που επίσης ήταν ριζωμένο στο έδαφος –και για επιστροφή στον γενέθλιο τόπο. Ο Αινείας μάς μιλά για επανίδρυση και ενσωμάτωση: Να λοιπόν που ο Τρώας θα γίνει ιδρυτής της μετέπειτα Ρώμης. Αλλά και οι δύο μιλούν πρώτα απ’ όλα για περιπλάνηση, για το αλλού, για το αλλιώς και για την ταυτότητα που φτιάχνεις στη σχέση σου με τον άλλον: εκεί έγκειται το γεγονός ότι είναι, πιστεύω, σύγχρονοί μας.

Ο Αινείας, φεύγοντας από την Τροία, επέστρεψε στη χώρα της μακρινής καταγωγής του, την Ιταλία. Αναρωτιέται κανείς μήπως και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν μετέφερε την πρωτεύουσά της στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεφε στη χώρα της μακρινής της πρώτης εξορίας.

Οι Ελληνες ήταν Ιταλοί επειδή όμως οι Ιταλοί, αν πιστέψουμε τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, ήταν Ελληνες: οι καταγωγικοί μύθοι δεν παύουν να διασταυρώνονται. Μπορούμε πάντα να θέτουμε ερωτήματα γύρω από την καταγωγή και να δείχνουμε ότι πρόκειται για κατασκευή, λιγότερο ή περισσότερο αληθινή, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, που μεταμορφώνεται και εξελίσσεται ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό –αναμφίβολα, εδώ πρέπει να μιλήσουμε για ιδεολογία. Σε τι χρησιμεύει η καταγωγή γενικά και σε τι μια συγκεκριμένη καταγωγή; Αυτό είναι ένα ερώτημα που, νομίζω, πάντα θα πρέπει να θέτουμε στον εαυτό μας.

Η Χάνα Αρεντ είπε ότι πατρίδα της είναι η γλώσσα της (η γερμανική), αλλά σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι νοσταλγεί κάπως και την προχιτλερική Γερμανία στην οποία γεννήθηκε. Τι είδους νοσταλγία και για τι πράγμα αναπτύσσουν άνθρωποι με πολλαπλές ταυτότητες, όπως λ.χ. οι Εβραίοι της διασποράς;

Στην ερώτηση του Γκίντερ Γκάους για την προχιτλερική Ευρώπη η Αρεντ απάντησε: «Τι απέμεινε; Απέμεινε η γλώσσα». Δεν αισθάνεται λοιπόν καμιά νοσταλγία για την «πατρίδα» της: Δεν ένιωσε ποτέ, δηλώνει, να ανήκει σε κανέναν λαό, ούτε γερμανικό ούτε εβραϊκό. Προέβη αντίθετα στην ισχυρότατη ενέργεια να διαχωρίσει γλώσσα και λαό και δηλώνει ότι έχει για πατρίδα τη γλώσσα της. Δεν νοσταλγεί τη Γερμανία αλλά τα γερμανικά, κάτι που είναι πολύ διαφορετικό!

Προσθέτει, και αυτό ίσως απαντά στην ερώτησή σας, ότι μετά τον πόλεμο η θέση των Εβραίων της διασποράς ως εξορίστων γίνεται εντέλει μια φυσιολογική κατάσταση: «Για πρώτη φορά, λέει, η εβραϊκή ιστορία δεν διακρίνεται από όλων των άλλων εθνών, αλλά είναι συνδεδεμένη μαζί τους» («Εμείς οι πρόσφυγες», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Αυτό δεν αποτελεί κάτι παράξενο, προσθέτει, αφού η κοινωνία ανακάλυψε ότι «η διάκριση είναι το μεγάλο κοινωνικό όπλο μέσω του οποίου μπορείς να σκοτώσεις χωρίς να χύσεις αίμα», μόνο με τη δήλωση της Εφορίας για παράδειγμα…

Σε ό,τι αφορά εμένα, που θα μπορούσα να χαρακτηριστώ Εβραία της διασποράς, αγαπώ τα γαλλικά σαν «μια γλώσσα ανάμεσα σε άλλες», δηλαδή για την ταυτότητά της σε σχέση με την ταυτότητα των άλλων γλωσσών, και διακονώ τη μετάφραση ως τεχνογνωσία που μου επιτρέπει να χειρίζομαι τις διαφορές.

INFO

Το βιβλίο παρουσιάζεται, με τη συμμετοχή και της συγγραφέως, την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 19.00 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ομιλητές: Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας, Θανάσης Καράβατος, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής του ΑΠΘ και συγγραφέας, Θάλεια Δραγώνα, καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συντονιστής: Γιώργος Χουλιάρας, συγγραφέας

Barbara Cassin

Η νοσταλγία

Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;

Μτφ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου

Εκδ. Μελάνι, 2015, σελ. 144

Τιμή: 12 ευρώ