ΗΤΑΝ ακόμη Φεβρουάριος –που στην Ευρώπη είναι μήνας κρύος. Φρέσκος Πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας είχε αρχίσει τα ταξίδια στις ξένες πρωτεύουσες. Συνήθως είχε προηγηθεί ο Γιάνης Βαρουφάκης που έδινε εικόνα αλλοπρόσαλλη. Με τον Τσίπρα όμως η εντύπωση ήταν διαφορετική. Οπως είπε μετά ένας από τους ξένους που τον συνάντησαν για πρώτη φορά: «Αυτός –αυτός θέλει να κυβερνήσει για καιρό».

Ειπωμένη τον Φεβρουάριο ενόψει του εξάμηνου χάους που ακολούθησε, η κουβέντα έβγαζε πολύ λιγότερο νόημα απ’ ό,τι τώρα. Τώρα η πρόθεση της διάρκειας είναι διαυγής. Το ίδιο και η προοπτική της έπειτα από δύο εκλογικές νίκες και ένα δημοψήφισμα, στο οποίο ο Τσίπρας διέρρηξε κάθε πολιτικό προηγούμενο, ξένο ή ελληνικό, προκηρύσσοντάς το με στόχο να πάρει το «όχι» για να πει μετά «ναι» σε μια εξόχως επαχθή συμφωνία με τους δανειστές. Η διάρκεια προκύπτει και μέσα από αντικριστούς καθρέφτες. Στον έναν είναι οι ανικανοποίητοι της Κεντροαριστεράς. Στον άλλο η αυτοκτονία μιας ΝΔ που έχει κάνει λάστιχο τις διαδικασίες αλλά αρνείται να κάνει συνέδριο.

Στα δεξιά της ΕΔΕΜ, η υποψηφιότητα Τζιτζικώστα λειτουργεί ως καλειδοσκόπιο. Ανάμεσα στα χρώματά του ξεχωρίζει η παρόρμηση του μιμητισμού –δηλαδή η τυφλή επιλογή ενός νεότερης γενιάς αρχηγού α λα Τσίπρα κι ό,τι βγει. Αλλά και το ενδεχόμενο να αποδειχθεί παρωχημένος ο καραμανλισμός. Οπως το δημοψήφισμα έκρινε κατά βάθος τον αριστερό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και η εκλογή νέου αρχηγού της ΝΔ τον Νοέμβριο θα κρίνει την ανθεκτικότητα του καραμανλικού μύθου. Ετσι γίνεται κάποιες φορές: για άλλο ψηφίζεις και άλλο είναι αυτό που διακυβεύεται.

Κυρίαρχος σε ένα τοπίο πολιτικής ερήμωσης ένθεν κακείθεν, ο Τσίπρας έχει αντίπαλο πια τη διάρκεια. Δηλαδή το βαρύ φορολογικό φορτίο του προγράμματος που ψηφίστηκε στις 14 Αυγούστου. Πολιτικά δεν κινδυνεύει –όχι μόνο γιατί νίκησε, αλλά γιατί τα κόμματα που τώρα πάνε να τον αντιπολιτευθούν το ψήφισαν μαζί του. Ούτε και στη Βουλή απειλείται. Αυτοί που απαρτίζουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι υπνοβάτες του Μνημονίου ΙΙΙ. Αν κάτι μπορεί να τον πλήξει, είναι οι κοινωνικές παρενέργειες της υπερφορολόγησης. Και πάλι όμως η φτωχοποίηση έχει δημιουργήσει μια δεξαμενή οιονεί αριστερών ψηφοφόρων κάτω από τα όρια της φορολόγησης. Η μεσαία τάξη δεν ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ και δεν βρίσκει έκφραση σε πολιτικό φορέα. Αρα; Αρα οι κίνδυνοι είναι δύο: ο ΕΝΦΙΑ που τους χτυπάει όλους. Και η επαναφορά μιας υφεσιακής κατάστασης που τελικά θα επιβαρύνει κι άλλο τις φτωχοποιημένες μάζες.

Για τον ΕΝΦΙΑ, που είναι άμεσος κίνδυνος, δεν μπορεί να πει κανείς κάτι. Οπως έλεγε ένας πολύ έμπειρος πολιτευτής του ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2015, «είναι αδύνατο να τον κερδίσεις στην κάλπη». Το πλεονέκτημα του Τσίπρα είναι ότι κάλπες θα αργήσουν να ξαναστηθούν. Για την ύφεση, που είναι απώτερος κίνδυνος, η κυβέρνηση μια ψιλοαγωνία την έχει. Εξού και ψάχνεται στο θέμα των επενδύσεων –δεν υπάρχει, άλλωστε, άλλη λύση. Αυτές όμως –αν δεν πρόκειται για τα διαρθρωτικά πακέτα της ΕΕ –δεν θα έρθουν εύκολα χωρίς κρυπτοφιλελεύθερες πολιτικές που δεν αποκλείεται να αποδειχθούν τα αφανή παραρτήματα ενός παρα-Μνημονίου.