Η έκδοση ενός σημαντικού κειμένου σημαίνει πάντα μια συνεισφορά σε μια άλλοτε υποβαθμισμένη και άλλοτε σφριγηλή πνευματική ζωή. Οταν όμως το σημαντικό κείμενο συνδυάζεται με την ανάκληση και την αναβίωση ενός εξίσου σημαντικού κειμένου που δημοσιεύτηκε πριν από 240 (παρά ένα) χρόνια, σημαίνει αδιαμφισβήτητα την ύπαρξη πνευματικού πολιτισμού. Μιλάμε για τη συνύπαρξη σε ένα τομίδιο ή μάλλον σε ένα βιβλίο τριάντα δύο μόλις σελίδων δύο κειμένων που εκτιμώνται ως καθαρό χρυσάφι.

Είναι γνωστή σε πολλούς η ιστορία του διάσημου νευρολόγου και συγγραφέα Ολιβερ Σακς που έφυγε πριν από λίγο καιρό. Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο δημοσίευσε, στα 81 του χρόνια, ταυτόχρονα με τη διάγνωση των γιατρών για τον επικείμενο θάνατό του, ένα κείμενό του με τον τίτλο «Η δική μου ζωή», όπου μέσα μόνο σε έξι σελίδες αποχαιρετά τη ζωή, χωρίς ο απερίφραστα ομολογημένος φόβος του για τον χαμό του να του στερεί την οξύνοια και τη διαύγεια όσον αφορά τόσο το παρελθόν του κόσμου και το δικό του όσο και το μέλλον της ανθρωπότητας, το αποκλεισμένο για τον ίδιο. Καθαρότητα και ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τη ζωή, που φθάνει σε μια σπάνια συγκινημένη αποστροφή όταν γράφει: «Χαίρομαι όταν συναντώ προικισμένους νέους –ακόμη και εκείνον που μου έκανε τη βιοψία και διέγνωσε τις μεταστάσεις μου. Νιώθω πως το μέλλον είναι σε καλά χέρια».

Εξομολόγηση στο μέλλον

Οσο χρυσάφι όμως και αν κλείνει το κείμενο του Σακς, αισθάνεσαι το χρυσάφι αυτό να πολλαπλασιάζεται χάρη σε ένα άλλο κείμενο που προηγείται του δικού του στο ίδιο βιβλίο. Πρόκειται για το πολύ εκτενέστερο κείμενο του σπουδαίου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ, που δημοσιεύτηκε στα 1776 με τον τίτλο «Η δική μου ζωή» (έναν τίτλο που τον θεώρησε ως τον ιδεωδέστερο ο Σακς προκειμένου να στεγάσει τη δική του προθανάτια εξομολόγηση).

Και ενώ ο Σακς αναφέρεται και στις έξι σελίδες του κειμένου του –σε μια σύνθεση σπάνιου ρυθμού και σαφούς περιεκτικότητας –στον επικείμενο θάνατό του, σε άρρηκτη όμως συμπλοκή με τη ζωή του όπως προηγήθηκε, ο Χιουμ αφιερώνει μόνο τις δυόμισι σελίδες από τις δεκαοκτώ του κειμένου του στην αρρώστια του και στο εξακριβωμένα διαγραφόμενο τέλος του.

Το ηθικά σημαντικό αλλά και πνευματικά ερεθιστικό όμως της παράθεσης των δύο αυτών κειμένων –του Χιουμ και του Σακς –δεν είναι ο μονόδρομος μιας «παρ’ ολίγον» αλληλοαναγνώρισης των συγγραφέων τους, αφού όσο και αν ο Χιουμ θα αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να πιθανολογήσει την ύπαρξη του Σακς, αποκλείεται να μην αισθανόταν ότι «ταχυδρομούσε» την ακροτελεύτια εξομολόγησή του στο μέλλον και μάλιστα σε έναν ευαίσθητο αναδιφητή των γραπτών του. Είναι κυρίως οι «διαφορές» ανάμεσά τους που δεν παύουν να συνιστούν μέσα στον χρόνο τον δείκτη μιας εκλεκτής και υψηλής πνευματικής συγγένειας.

Καθώς δεν συνειδητοποιούμε καμία απολύτως διαφορά όταν ο Χιουμ (πέθανε στα 65 του χρόνια το 1776) γράφει: «Θεωρώ ακόμα πως όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει στα εξήντα πέντε του, απλώς παρακάμπτει μερικά χρόνια γεμάτα αρρώστιες και αναπηρίες και μολονότι έχω πια πολλές ενδείξεις πως η συγγραφική μου φήμη εκτινάσσεται επιτέλους σε ύψη όλο και πιο λαμπρά, ξέρω πως δεν θα μου έμεναν πολλά χρόνια για να τη χαρώ». Ενώ ο Σακς ισχυρίζεται: «Εγώ είχα την τύχη να ξεπεράσω τα ογδόντα και τα δεκαπέντε επιπλέον χρόνια που μου παραχωρήθηκαν σε σχέση με τα εξήντα πέντε του Χιουμ ήταν πλούσια τόσο σε έργο όσο και σε αγάπη. Στο διάστημα αυτό εκδόθηκαν πέντε βιβλία μου και συνέταξα μιαν αυτοβιογραφία (αρκετά μακροσκελέστερη από τις λιγοστές σελίδες του Χιουμ) που θα κυκλοφορήσει τούτη την άνοιξη».

Αν και η ύπαρξη ενός επιμυθίου στο τέλος ενός βιβλίου προκαλεί μια αντιπάθεια, αν όχι και αποστροφή, πώς συμβαίνει να το δέχεται κανείς (το επιμύθιο) στο βιβλίο «Η δική μου ζωή» του Ντέιβιντ Χιουμ και του Ολιβερ Σακς σαν ευεργετική καλοκαιρινή βροχούλα; Οταν τα πράγματα της ζωής γίνονται ιδιαιτέρως σοβαρά και ζυγιάζεται κανείς ή μάλλον μετεωρίζεται, σε όποια ηλικία κι αν είναι, στο σύνορο της ζωής και του θανάτου με βέβαιο πια το γρήγορο πέρασμά του στον δεύτερο, κάθε συζήτηση για την αισθητικά αδικαιολόγητη ύπαρξη επιμυθίου είναι άχρηστη πολυτέλεια. Η περίσκεπτη, αν και φοβισμένη, καθόλου όμως καταθλιπτική και αγωνιώδης εξοικείωση με την έννοια του θανάτου είναι τόσο πολύτιμη όσο η εμψύχωση για να ζήσουμε γόνιμα και δημιουργικά.

Το γράφει εξαιρετικά σε ένα ποίημά της σε σχέση με την ελπίδα η Κική Δημουλά: «Εκτός αν μου δώσει/ κανένα κλειδί/ τότε ναι, ταπεινώνομαι/ χωρίς ντροπή το αρπάζω/ ό,τι κλειδί και να ‘ναι αυτό/ και άλλης πόρτας, ξένης να ‘ναι/ το αρπάζω/ παρά να μείνω έξω».

David Hume, Oliver Sacks

Η δική μου ζωή

Μτφ. Αννυ Σπυράκου

Εκδ. Αγρα, 2015

Σελ. 32

Τιμή: 7 ευρώ