Βλέποντας στο προχθεσινό ντιμπέιτ τον Αλέξη Τσίπρα να υφίσταται λίγο αγχωμένος τη μομφή του «μνημονιακού» που του απηύθυνε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, συνειδητοποιείς ότι το επτάμηνο που παρήλθε δεν μπορεί να επαναληφθεί. Ο Αλέξης Τσίπρας που αγχώνεται όταν βάλλεται ευθέως, και μάλιστα ενώπιον μεγάλων ακροατηρίων, επιμένει στη ρητορική μιας συχνά ανέφικτης ρήξης.

Υποτίθεται ότι η ρητορική αυτή θα υποχωρήσει αμέσως μετά τις εκλογές, όποιο αποτέλεσμα κι αν βγάλει η κάλπη, χάριν της πραγματικότητας που θα διαμορφωθεί. Ως γνωστόν, η πραγματικότητα έχει, άμεσα μάλιστα, την υποχρέωση εφαρμογής δύσκολων όρων πρωτίστως για φορολογουμένους και ασφαλισμένους, οι οποίοι έχουν συνδυαστεί με τις αξιολογήσεις της πορείας της ελληνικής οικονομίας και, συνεπώς, της εκταμίευσης των δόσεων, χωρίς τις οποίες ένας νέος κύκλος ανασφάλειας θα μπορούσε να αποτελειώσει τη χώρα. Και σε αυτή την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένος να προσαρμοστεί –για ρεαλιστικούς λόγους και για λόγους πολιτικής αξιοπιστίας έναντι των δανειστών και εταίρων.

Αυτή την αναπόφευκτη ρεαλιστική αναγκαιότητα συνεχίζει να την υπονομεύει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ μια πολύ ισχυρή εσωτερική αντιπολίτευση, που δεν ακολούθησε τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου στον δρόμο της σεχταριστικής καθαρότητας. Εκφρασμένη από τη λεγόμενη κίνηση των 53, με εκπροσώπους σε εκλόγιμη θέση (μεταξύ των οποίων, Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γαβριήλ Σακελλαρίδης), η αντιπολίτευση αυτή μπορεί να αρχίσει τον πόλεμο φθοράς από την επόμενη ημέρα. Το υπόσχεται η διατυπωμένη επιμονή στην υποτιθέμενη αντιμνημονιακή καθαρότητα.

Ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος δεύτερη φορά. Συνεχίζει να προβάλλει ως αντισυστημική δύναμη, προκειμένου να συνεχίσει να απευθύνεται σε ψηφοφόρους που δύσκολα θα απογαλακτιστούν από τη μήτρα ενός κόμματος το οποίο επαγγέλθηκε έναν υπερβατικό κοινωνικό και ιδεολογικό παράδεισο. Η υπόσχεση του ανέφικτου, όμως, εξασφαλίζει με σιγουριά τη σύγκρουση με την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, τη σύγκρουση στο κόμμα. Σαν να πάει γυρεύοντας.