Δύο εβδομάδες μετά την προκήρυξη των εκλογών και μόλις μία εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή τους, το δημοσκοπικό τοπίο παραμένει θολό, με εναλλασσόμενα δείγματα και ανοιχτά ερωτήματα ως προς κρίσιμες παραμέτρους του εκλογικού ανταγωνισμού.

Μια πρώτη παρατήρηση που εξηγεί την αστάθεια (και ορισμένες φορές την αντιφατικότητα) των δημοσκοπικών ευρημάτων οφείλεται στην ύπαρξη πολλαπλών εκλογικών μετακινήσεων, οι οποίες δεν φαίνεται να ακολουθούν κάποιο σταθερό πρότυπο, όπως π.χ. την κατανομή στον άξονα Δεξιά – Αριστερά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αμφίδρομες μετακινήσεις μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ (με βάση τους ψηφοφόρους του Ιανουαρίου) που καταγράφονται σχεδόν σε όλες τις έρευνες. Και μπορεί το ισοζύγιο αυτών των αμφίδρομων μετακινήσεων να είναι κατά κανόνα θετικό για τη ΝΔ, η ποσοτική τους αποτίμηση όμως παραμένει δύσκολα μετρήσιμη και διαφέρει ανάλογα με την έρευνα.

Μια σχετικώς εύκολη, αλλά δύσκολο να τεκμηριωθεί, ερμηνεία είναι ότι οι διαρροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ αφορούν συντηρητικούς ψηφοφόρους οι οποίοι στράφηκαν τον Ιανουάριο προς τον ΣΥΡΙΖΑ υιοθετώντας μια τιμωρητική ψήφο, ενώ η πιο περιορισμένη αντίστροφη ροή αποτελεί απλώς προέκταση ενός ρεύματος από τη ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία διαμόρφωσε ώς ένα βαθμό το αποτέλεσμα του Ιανουαρίου και εξακολούθησε να παρατηρείται τους πρώτους μετεκλογικούς μήνες με εξίσου σημαντικούς ρυθμούς.

ΑΣΤΑΘΕΙΑ. Η ύπαρξη αυτών των αμφίδρομων μετακινήσεων δεν ενδιαφέρει όμως μόνο ως προς τις αριθμητικές επιπτώσεις τους, αφού αφορούν συνολικά λιγότερο από το 5% του εκλογικού σώματος. Κυρίως αποδεικνύει την αστάθεια του νέου ατελούς δικομματισμού και την αδυναμία του να επιβάλει διλημματικές επιλογές, στη λογική ενός εκκρεμούς η κίνηση του οποίου (swing) καθόριζε παλαιότερα την εναλλαγή στην εξουσία.

Μια δεύτερη εξίσου (ή και περισσότερο) σημαντική παράμετρος στη σημερινή συγκυρία αφορά τις μετακινήσεις από και προς τα μικρότερα κόμματα, η ανθεκτικότητα των οποίων αποτρέπει την εμπέδωση ενός νέου δικομματισμού.

Από τα μικρότερα κόμματα, Το Ποτάμι και οι ΑΝΕΛ εμφανίζονται ως περισσότερο ευάλωτα αφού, σύμφωνα με το exit poll των εκλογών του Ιανουαρίου, προσείλκυσαν κυρίως την περιστασιακή ψήφο των τελευταίων ημερών και κατά συνέπεια διέθεταν την ασθενέστερη κομματική ταύτιση (κάτω του 50%). Είναι επομένως αναμενόμενο να εμφανίζουν σήμερα τη χαμηλότερη συσπείρωση, με διαρροές και προς τα δύο μεγάλα κόμματα και υψηλό ποσοστό αναποφάσιστων. Χωρίς όμως αυτό να προδιαγράφει και το τελικό αποτέλεσμα που θα πετύχουν, αφού κάλλιστα μπορούν να αποτελέσουν και πάλι καταφύγιο για περιπλανώμενους αντιδικομματικούς ψηφοφόρους.

Στον αντίποδα βρίσκονται το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, κόμματα που έχουν σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιήσει το εκλογικό τους ακροατήριο. Ομως και γι’ αυτά οι ανταλλαγές με τα μεγαλύτερα κόμματα εξακολουθούν να ανιχνεύονται στις έρευνες, χωρίς πάντα να είναι προφανής η αιτιολόγησή τους.

Ειδική, τέλος, περίπτωση αποτελούν το ΠΑΣΟΚ, η ΛΑΕ και η Ενωση Κεντρώων. Ως προς το ΠΑΣΟΚ, η κρισιμότερη δυσκολία για τη δημοσκοπική εκτίμηση της επιρροής του είναι ότι δύσκολα εντοπίζονται στις έρευνες οι ψηφοφόροι του ΚΙΔΗΣΟ, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν διαγράψει ήδη από τη μνήμη τους την επιλογή του Ιανουαρίου. Γεγονός που καθιστά επισφαλείς τις όποιες συγκρίσεις με την προηγούμενη ψήφο.

ΕΠΙΡΡΟΕΣ. Διαφορετικής τάξεως είναι η δυσκολία για την εκτίμηση της επιρροής της πρωτοεμφανιζόμενης ΛΑΕ, η οποία παρουσιάζεται αυστηρά περιχαρακωμένη στον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαρροές πάντως από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΛΑΕ –η μόνη εκλογική μετακίνηση με σαφή και ομοιογενή χαρακτηριστικά –σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες είναι μικρότερες από το 10%, που αντιστοιχεί σε 3,5% του συνολικού εκλογικού σώματος.

Ως προς την Ενωση Κεντρώων που αποτελεί ακόμη μία άγνωστη παράμετρο των εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δύσκολα προσφέρονται για ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Η «ψήφος ευτελισμού», όπως επιστημονικά χαρακτηρίζονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές, αποτελεί διεθνές φαινόμενο που συνοδεύει την απαξίωση της πολιτικής. Ακόμη και στις εκλογές του Ιανουαρίου τα κόμματα του Βασίλη Λεβέντη και του Απόστολου Γκλέτσου συγκέντρωσαν αθροιστικά πάνω από το κρίσιμο 3%. Αν η κρίση του κομματικού συστήματος επισφραγιστεί και με την είσοδο του Λεβέντη στη Βουλή θα το μάθουμε μόνο στις 20 Σεπτεμβρίου.

Εξετάζοντας επομένως συνολικά τον πίνακα μετακινήσεων, όπως αποτυπώνεται στις διάφορες έρευνες, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι παραπέμπει ως εικόνα στην αρχή της αβεβαιότητας, όπου οι ατομικές διαδρομές ακολουθούν όλες τις διαθέσιμες επιλογές στη λογική του anything goes. Γι’ αυτό και η συνολική ποσοτική αποτίμησή τους δυσχεραίνει την εξαγωγή συμπερασμάτων και ενδέχεται να οδηγήσει σε διαφορετικές εκτιμήσεις.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

Η αδιευκρίνιστη ψήφος και η συσπείρωση

Η ανάλυση που προηγήθηκε επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις κομματικές μετακινήσεις, χωρίς αναφορά στον κρίσιμο και ευρύ χώρο της αδιευκρίνιστης (δημοσκοπικά) ψήφου, η οποία περιλαμβάνει τόσο τους αναποφάσιστους (ως προς την επιλογή κόμματος) όσο και τους αποστασιοποιημένους που ενδέχεται να επιλέξουν την αποχή, το άκυρο/λευκό ή την ψήφο προς μικρότερα κόμματα που δεν αναμένεται να ξεπεράσουν το 3%. Οπως τεκμηριώνεται από όλες τις έρευνες, ο χώρος της αδιευκρίνιστης ψήφου τροφοδοτείται, όχι πλειοψηφικά αλλά πάντως σε μεγάλο βαθμό, από απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι αρνούνται να επιλέξουν άλλο κόμμα αλλά ταυτόχρονα παραμένουν απρόθυμοι να τον ξαναψηφίσουν. Γεγονός που διατηρεί τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο, το οποίο ήταν μόλις 50% κατά την προκήρυξη των εκλογών, ενώ αυξήθηκε αλλά με αργούς ρυθμούς στη συνέχεια. Σήμερα η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται γύρω στο 60% (ευνοϊκότερη εκτίμηση 64%), επίπεδο που οριακά επαρκεί για να του εξασφαλίσει την πρώτη θέση, όταν η συσπείρωση της ΝΔ ξεπερνά το 80%.

Η ενδεχόμενη επανασυσπείρωση αυτών των ψηφοφόρων την επόμενη εβδομάδα (ή έστω κατά την ημέρα των εκλογών) είναι το μόνο εκλογικό ρεύμα το οποίο, αν επιβεβαιωθεί, θα μεταβάλει το θολό μέχρι σήμερα πολιτικό τοπίο. Οπως επιγραμματικά το διατύπωσε ένας αναλυτής, τις εκλογές αυτές τις προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας, και αυτός θα τις κερδίσει ή θα τις χάσει.