Ωρα για ρεαλιστική (επιτέλους) αυτοδιάγνωση. Χωρίς παρηγορητικές αυταπάτες, που εκδηλώνονται ακόμη και με όρους μεταφυσικής εν πολλοίς ελπιδολαγνίας. Αναπαράγοντας συνήθως αδυσώπητα αδιέξοδα και επανοδηγώντας σε απευκταίες υποτροπές. Ο,τι τελικά χειρότερο. Αφού καταδικάζει σε παραπέρα ολισθήσεις, αντί σε αναστροφή τους. Αυτή τη στιγμή, ό,τι προέχει σχετίζεται, αφενός με την ανάγκη πραγματικής συνειδητοποίησης της εθνικής παθογένειας, όπως αυτή τείνει να μετεξελιχθεί και να βιωθεί με σκληρότερους τρόπους και επαχθέστερους όρους. Και αφετέρου με την ιχνηλάτηση και τον προσδιορισμό τού δέον γενέσθαι. Ως το καθαυτό (υπό τις δεινές περιστάσεις) ζητούμενο. Που:

1. Περνά μέσα από γενναιόφρονες παραδοχές, εν είδει οδυνηρής αυτοσκοπήσεως. Ωστε να συνειδητοποιήσουμε όχι απλώς τι έφταιξε και πώς. Τι δηλαδή αφέθηκε να επισυμβεί και δεν αποτράπηκε. Και τι έπρεπε αντιθέτως να είχε γίνει, αλλά κακώς δεν έγινε. Οπόταν και δρέπονται τα επίχειρα της αυτοεπιβεβαιούμενης κασσανδρολογίας.

2. Συνάπτεται προς εξίσου επώδυνες επιλογές και κυρίως αποφασιστικές επανεκτιμήσεις. Με την έννοια: α) της αποβολής έωλων αδυναμιών και ασύμμετρων συμπεριφορών. Πολιτικών και άλλων. Και β) της επανοριοθετήσεως πολιτικο-κοινωνικών αντιλήψεων όσον αφορά ζητήματα και διαχείρισης θεσμών και ανάταξης αρχών και επαναφοράς αξιακών μέτρων. Από τα οποία έχομεν εν πολλοίς απελπιστικώς αποξενωθεί. Οπόταν και εγκαταλείποντάς τα μας εγκατέλειψαν!

Στο προκείμενο λοιπόν, με διαλεκτική απλοποίηση και χωρίς αφοριστική διάθεση: πλείστα όσα κράτη κατά καιρούς επτώχευσαν. Δεν έχει όμως χαθεί κανένα έθνος λόγω χρεοκοπίας. Χωρίς αυτό να απομειώνει τους κινδύνους να το υποστεί. Και χωρίς να ακυρώνει τα επώδυνα παράγωγα του εκπεσμού. Καθώς: πέραν των κοινωνικών ερειπίων (που συνήθως επισωρεύονται) συνέπονται αυτονόητα ενδεχόμενα έως και γεωπολιτικών ακρωτηριασμών. Ιδιαίτερα –όπως στα καθ’ ημάς –όπου, είτε σοβούν περιφερειακές αποσταθεροποιητικές δυναμικές. Είτε και υφέρπουν εθνικιστικά σύνδρομα και παλαιάς κοπής βλέψεις όσον αφορά εθνική κυριαρχία και άσκηση δικαιωμάτων στα φυσικά της όρια. Κάτι που ειδικά για την Ελλάδα συνιστά πρωτοβάθμια έγνοια. Ή που τουλάχιστον θα έπρεπε.

Αυτή τη στιγμή, όσα επισυμβαίνουν και εξελίσσονται χωρίς πιθανότητες αποσοβήσεως (και αναστροφής) οδηγούν σε οριακά πλέον σημεία. Τα οποία και επιβάλλουν αποφάσεις. Αυτές ή άλλες. Και το ποιες θα είναι, πρέπει ακριβώς να αποτελέσει τον πυρήνα του εθνικού προβληματισμού. Με μόνη βεβαιότητα ότι: το τίμημα θα είναι ούτως ή άλλως βαρύτατο. Και κατ’ ακρίβεια τέτοιο, που δεν υπάρχουν κομματικοί ώμοι επαρκείς να το σηκώσουν κατά μόνας.

Εάν λοιπόν ο πρώτος πυλώνας είναι η ρεαλιστική αποτίμηση της παθογένειας όπως αφέθηκε να υποτραπεί, ο άλλος είναι η αναζήτηση κοινού εθνικού τόπου (και τρόπου) όπου θα συγκλίνουν οι πολιτικές δυνάμεις. Προκειμένου επιτέλους να δώσουν επαρκή απάντηση στα κρίσιμα προβλήματα. Επιμεριζόμενοι το ανατασσόμενο κόστος. Και δημιουργώντας πειστικές προϋποθέσεις υπερβάσεων. Ξέροντας ότι: εάν αυτές δεν υπάρξουν, δεν θα υπάρξει καμιά προοπτική και για κανένα! Τόσο τραγικώς απλό.

Αξίζει να υπομνησθεί το διαχρονικώς επίκαιρο μήνυμα του Περικλή προς τους Αθηναίους. Οτι δηλαδή: «Ο καλώς σκεπτόμενος ανήρ, το καθεαυτό, διαφθειρομένης της πατρίδος, ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται. Κακοτυχών δε εν ευτυχούση, πολλώ μάλλον διασώζεται». Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει τα πάντα. Που αφορούν και την Πολιτεία, όταν βρεθεί σε τροχιά περιπετειών. Και τους πολίτες. Των οποίων η προσωπική μοίρα είναι συναρτημένη με αυτήν της πόλης.

Και το άλλο: ανεξαρτήτως αιτιών και υπαιτίων για όσα έγιναν και εξακολουθούν μετεξελισσόμενα και πέραν όσων οι τρίτοι (εταίροι, δανειστές ή και τα δύο) επιβάλλουν ως όρους για την αποσόβηση άτακτης χρεοκοπίας, είναι καιρός οι ίδιοι να επιβάλουμε τα δικά μας αυτόχθονα σχέδια. Είτε Μνημόνια είτε άλλα. Με την έννοια συγκεκριμένων και επώδυνων σχεδιασμών και μέτρων. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν εκείνα που οι άλλοι ως τρίτοι προθέτουν με διάθεση όχι πάντοτε καλόβουλη. Αλλά και όχι πάντα κακόβουλη, όπως η συσσωρευμένη πικρία εκτιμά.

Γιατί, ότι ασφαλώς η χώρα χρειάζεται ακόμη και επαναθεσμοθέτηση σε βασικές παραμέτρους και προαγωγή έως και κάθετων τομών σε ζωτικές περιοχές του πολιτειακού γίγνεσθαι, κανένας δεν μπορεί με σοβαρότητα να αντιτείνει. Αντιθέτως. Και μόνον εάν εμείς δεν μπορούμε, θα αφεθούμε στις παρεμβάσεις τρίτων. Οχι πάντως ως καλών Σαμαρειτών. Αλλα οπωσδήποτε με τους δικούς τους όρους. Ιδιαίτερα εφόσον προσδιορίζονται ως δανειστές περισσότερο παρά εταίροι. Που είναι το επιθυμητό.

Ο Α. Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής