Οι συνομιλίες για την διάσωση της Ελλάδας δεν φαίνεται να πηγαίνουν πουθενά, αναφέρει σε σημερινό της δημοσίευμα η Wall Street Journal, τονίζοντας πως ο κίνδυνος ατυχήματος είναι πλέον εξαιρετικά υψηλός και ως εκ τούτου χρειάζεται μια πολιτική απόφαση για αποστολή «τελεσιγράφου» στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με το συντάκτη του δημοσιεύματος Σάιμον Νίξον η ελληνική κυβέρνηση έχει ξοδέψει τους τελευταίους τέσσερις μήνες απαιτώντας μια «πολιτική λύση» στην κρίση χρέους της και ενδεχομένως να έχει η ώρα η ευρωζώνη να της προσφέρει αυτή την πολιτική λύση.

Όπως αναφέρει ο Νίξον μέχρι σήμερα οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης ήταν απρόθυμοι να συμμετάσχουν στη διαδικασία, προτιμώντας να «κρύβονται» πίσω από τους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων. Κατά το ίδιο εν μέρει, αυτό οφείλεται στο ότι οι εκλεγμένοι πολιτικοί δεν έχουν την ικανότητα και την δυνατότητα να διαπραγματευθούν τις λεπτομέρειες των προγραμμάτων διάσωσης. Αλλά αντανακλά επίσης και την πολιτική πραγματικότητα: κανείς δεν ήθελε να εμφανισθεί να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό ενός συντροφικού κράτους μέλους της ευρωζώνης.

«Προτίμησαν να μείνουν ένα βήμα πίσω, παρέχοντας χώρο και χρόνο σε μια άπειρη κυβέρνηση να καταλήξει στη δική της συμφωνία της με τους πιστωτές, ώστε να αντικατοπτρίζει τις δικές της πολιτικές επιλογές, τηρουμένων των κανόνων της ευρωζώνης», σημειώνει ο αρθογράφος της Wall Street Journal.

Κατά τον ίδιο η πραγματικότητα είναι ότι οι συνομιλίες διάσωσης φαίνεται να μην οδηγούνται πουθενά, παρά τις καθημερινές διαβεβαιώσεις από την Αθήνα ότι μια συμφωνία είναι προ των πυλών. «Αξιωματούχοι της ευρωζώνης λένε ότι οι δύο πλευρές παραμένουν «μίλια μακριά», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Στο ίδιο πλαίσιο ο Νίξον σημειώνει πως ενώ οι προθεσμίες έρχονται και παρέρχονται κανείς δεν αναμένει τώρα μια συμφωνία μέχρι το τέλος του Μαΐου. Την ίδια στιγμή η Αθήνα αντιστέκεται ακόμη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για το συνταξιοδοτικό της σύστημα και την αγορά εργασίας -κάτι που οι πιστωτές της θεωρούν απαραίτητο για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας- ενώ συνεχίζει παράλληλα να ξηλώνει προηγούμενες μεταρρυθμίσεις.

«Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν είχαν ποτέ καμία ψευδαίσθηση ότι θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί μια συμφωνία με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, του οποίου το κόμμα, ο αριστερός ριζοσπαστικός ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές στη βάση του σκισίματος της συμφωνίας διάσωσης, απορρίπτοντας τη λιτότητα και εκκινώντας ένα επεκτατικό δημοσιονομικό πρόγραμμα . Αλλά ο κ. Τσίπρας είχε επίσης κάνει εκστρατεία με τη δέσμευση ότι θα κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη», προσθέτει το δημοσίευμα.

Ο Νίξον υποστηρίζει πως οι Ευρωπαίοι υπέθεσαν ότι όταν υπάρξει οικονομική πίεση, θα είναι αυτό το μέρος της εντολής (σ.σ. η διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη), που ο Έλληνας πρωθυπουργός να τιμήσει. Υπέθεσαν ακόμη ότι το κόμμα του θα στηρίξει ό, τι συμφωνία έχει ήδη συμφωνηθεί, ή ότι θα πετάξει εκτός της κυβέρνησής του τους σκληροπυρηνικούς και θα ζητήσει υποστήριξη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που υπέρ του ευρώ. «Αλλά αυτές οι υποθέσεις φαίνονται όλο και πιο άστοχες», τονίζει ο αρθογράφος της Wall Street Journal και επικαλείται το γεγονός ότι στην Εκτελεστική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ 75 από τα 160 ανώτερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν υπέρ μιας άμεσης «ρήξης» με τους πιστωτές.

Ο ίδιος υποστηρίζει πως «ο κίνδυνος ατυχήματος είναι πλέον εξαιρετικά υψηλός», εξηγώντας πως η Ελλάδα χρωστάει 1,6 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ τον Ιούνιο και πως κάποιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι χωρίς μια συμφωνία είναι πιθανό να χάσει μια πληρωμή. «Φυσικά, η Αθήνα έχει εκδώσει πολλές τέτοιες προειδοποιήσεις πριν. Αλλά αυτή τη φορά μπορεί να λέει την αλήθεια», επισημαίνει.

Επίσης, εστιάζει στο γεγονός ότι ο χρόνος περνά και ότι η τρέχουσα συμφωνία διάσωσης λήγει στα τέλη του Ιουνίου, σημείο μετά το οποίο τα χρήματα που σήμερα προβλέπονται για την Ελλάδα θα πάψουν να είναι διαθέσιμα. «Ακόμη χειρότερα, η διαδικασία με την οποία μπορούν να εκταμιευθούν τα κεφάλαια διάσωσης είναι περίπλοκη. Θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες για να δοθούν οι απαραίτητες νομικές και κοινοβουλευτικές εγκρίσεις», τονίζει ο Νίξον.

Ο γνωστός δημοσιογράφος σημειώνει πως για να αποφευχθεί μια καταστροφή, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης μπορεί τώρα να χρειαστεί να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη. «Ένας λόγος είναι ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν συρθεί για τόσο καιρό είναι που οι υπάλληλοι δικαιολογημένα διστάζουν να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να οξύνει την κρίση, με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν για υπέρβαση της εξουσίας τους», σημειώνει.

Σύμφωνα με τον Νίξον η ΕΚΤ θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να έχει καταστήσει αυστηρότερους τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να έχουν πρόσβαση στο μηχανισμό έκτακτης ανάγκης. Αλλά ως ένα μη εκλεγμένο θεσμικό όργανο, είναι απρόθυμη να κάνει ένα βήμα που θα μπορούσε να οδηγήσει τις τράπεζες σε ελέγχους κεφαλαίων.

Ο ίδιος αναφέρει πως αυτή «η απροθυμία να τραβήξουν τη σκανδάλη» για την Ελλάδα μπορεί τώρα να επιδεινώνει την κρίση. Όπως εξηγεί η αναβολή εκ μέρους των δανειστών στο καθορισμό αυστηρών προθεσμιών τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι η ευρωζώνη κρατά τις επιλογές της ανοιχτές για μια τελική σύμβαση παραχώρησης, ενθαρρύνοντας την Αθήνα να παρατείνει την μικροπολιτική της, αυξάνοντας έτσι τη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Επιτρέπει δε στην Αθήνα να υποστηρίζει πως οι πιστωτές είναι διαιρεμένοι μεταξύ τους, συμβάλλοντας έτσι σε μια αφήγηση ότι η ΕΕ δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις και ότι έχει παραλύσει λόγω των δικών της δομών.

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να έχει έρθει ο χρόνος για τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να παραδώσουν στην Αθήνα ένα τελεσίγραφο», υποστηρίζει ο Νίξον , περιγράφοντας το εν λόγω τελεσίγραφο ως ένα πακέτο που θα αναφέρει το τι είναι διατεθειμένη να κάνει η ευρωζώνη για την Ελλάδα, αλλά και τι ζητά από την Ελλάδα για να το κάνει. Το ίδιο τελεσίγραφο θα καθόριζε τις συνέπειες της απόρριψης και θα έδινε στην ΕΚΤ την πολιτική κάλυψη να σταματήσει τη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

«Εκτός αυτού, ένα τελεσίγραφο θα εξασφάλιζε επίσης ότι η έξοδος του ευρώ είναι μια σκόπιμη κυρίαρχη ελληνική απόφαση: κάτι που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό στη συζήτηση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του υπόλοιπου της ευρωζώνης, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσει», καταλήγει το δημοσίευμα της Wall Street Journal.