Θετικά αποτιμά η κυβέρνηση τη χθεσινή συνάντηση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με την γερμανίδα Καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ στο περιθώριο της συνόδου της Ρίγας.

Μιλώντας το πρωί της Παρασκευής στην τηλεόραση του MEGA ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης δήλωσε ότι «αφού έγινε μια παρουσίαση από την πλευρά του Έλληνα πρωθυπουργού της προόδου που έχει λάβει χώρα στο πλαίσιο των τεχνικών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες, εκφράστηκε από την πλευρά της κ. Μέρκελ και του κ. Ολάντ η βούλησή τους να στηρίξουν τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων ώστε να υπάρξει μια συμφωνία σε σύντομο χρονικό διάστημα».

Μετά από σχετική ερώτηση διευκρίνισε ότι το χρονικό αυτό διάστημα είναι «μέχρι τις αρχές Ιουνίου, τέλος Μαΐου».

Όπως είπε, Μέρκελ και Ολάντ εξέφρασαν τη «βούλησή τους να βοηθήσουν και προσωπικά και σε όλα τα επίπεδα έτσι ώστε να υπάρξει αυτή η συμφωνία».

Ο κ. Σακελλαρίδης απέρριψε τα περί ενδεχόμενης παράτασης του τρέχοντος προγράμματος, που είχε αναφέρει σε χθεσινό δημοσίευμά της γερμανική εφημερίδα, και τόνισε ότι «μιλάμε για μια συμφωνία» με την κυβέρνηση να επιδιώκει να κλείσουν τα ζητήματα των δημοσιονομικών, του ασφαλιστικού και των εργασιακών.

Ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι παραμένουν οι «κόκκινες γραμμές», υπογραμμίζοντας: «δεν συζητάμε για έναν ΦΠΑ, ο οποίος θα είναι αντικοινωνικός και θα εντείνει τη λιτότητα, δεν συζητάμε για μείωση των συντάξεων, δεν συζητάμε για εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, δεν συζητάμε για απελευθέρωση των απολύσεων με αλλαγή του εργασιακού νόμου προς το χειρότερο».

Συγκεκριμένα για τον ΦΠΑ ο κ. Σακελλαρίδης είπε ότι η κυβέρνηση «απορρίπτει απολύτως» το ενδεχόμενο δύο συντελεστών, ενός μικρού γύρω στο 14% και ενός μεγαλύτερου στο 23%.

Σε ό,τι αφορά τη 13η σύνταξη ανέφερε ότι «βρίσκεται σε συνάρτηση με την πορεία των δημοσιονομικών της χώρας».

Για το χρέος

Για το ζήτημα του χρέους και αν αυτό θα περιλαμβάνεται στη συμφωνία είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση το έχει θέσει από την πρώτη στιγμή.

«Είναι ένα αντικειμενικό πρόβλημα, το οποίο είτε το βάλουμε είτε δεν το βάλουμε σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να στρουθοκαμηλίζουμε και να λέμε ότι δεν υπάρχει ζήτημα», σημείωσε. Το αν θα συμπεριληφθεί στη συμφωνία, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, «θα εξαρτηθεί από το πόσο ώριμες είναι οι συνθήκες».

Για την Ζωή Κωνσταντοπούλου

Ερωτηθείς σχετικά με την χθεσινή επίθεση της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου στα ΜΜΕ απάντησε:

«Η κ. Κωνσταντοπούλου από τη δική της πλευρά προφανώς προστατεύει τον εαυτό της. Νιώθω κι ίδια ότι βρίσκεται στο στόχαστρο μιας επίθεσης. Σε κάθε περίπτωση και οι δημοσιογράφοι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και καλώς κάνουν τη δουλειά τους. Η κριτική, την οποία δέχονται οι δημοσιογράφοι πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο αλλά και η κριτική που ασκούν οι δημοσιογράφοι να γίνεται κι αυτή σε ένα πλαίσιο».

Για τον Γιάνη Βαρουφάκη

Αναφορικά με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δήλωση που φέρεται να έκανε στους New York Times o Έλληνας υπουργός Οικονομικών ότι ηχογράφησε το Eurogroup της Ρίγας, ο κ. Σακελλαρίδης είπε ότι «σε κάθε περίπτωση ο κ. Βαρουφάκης έχει δηλώσει και ο ίδιος ότι σέβεται απολύτως την εμπιστευτικότητα αυτών των συζητήσεων και αυτό έχει αποδειχθεί».

Ξεκαθάρισε ακόμη ότι στην κυβέρνηση «δεν υπάρχει θέμα με τον κ. Βαρουφάκη και μπορεί να συνεχίζει να διαπραγματεύεται με τους ομολόγους του στο βαθμό που σέβονται όλοι την εμπιστευτικότητα των συζητήσεων».

Ωριμες συνθήκες

Επίσης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης εμφανίστηκε αισιόδοξος για την επίτευξη συμφωνίας μέσα στις επόμενες δέκα ημέρες δηλώνοντας στον ΣΚΑΪ πως «οι συνθήκες είναι ώριμες, ώστε να κλείσει η συμφωνία εντός Μαΐου».

Ο ίδιος επανέλαβε πως υπάρχουν κόκκινες γραμμές, για τις οποίες η κυβέρνηση δεν υπαναχωρεί. «Η κυβέρνηση έχει εκλεγεί στη βάση μιας συγκεκριμένης λαϊκής εντολής».

Επανέλαβε, επίσης, ότι για την κυβέρνηση δεν υπάρχει θέμα μείωσης των συντάξεων, ενώ αναφορικά με τον ΦΠΑ είπε πως δεν μπορεί να γίνει δεκτή μία αύξηση που εντείνει τη λιτότητα με τρόπο κοινωνικά άδικο.

Τόνισε, ακόμα, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η πρόταση των εταίρων για αύξηση του ΦΠΑ στον τομέα της ενέργειας στο 23%.

Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, η πρόταση της κυβέρνησης περιλαμβάνει την καθιέρωση τριών συντελεστών (7%, 11% και 22%), ενώ οι θεσμοί αντιπροτείνουν την καθιέρωση δύο συντελεστών (11% και 22%).