Το 2012, ο Αλέξης Τσίπρας έδινε συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο του περιοδικού «Στερν». Κάποια στιγμή έδειξε στον συνομιλητή του την Ακρόπολη. «Ξέρετε;» του είπε. «Αυτό είναι το πλεονέκτημά μου απέναντι στην κυρία Μέρκελ. Εγώ από το γραφείο μου έχω θέα σε 2.500 χρόνια ιστορίας της δημοκρατίας κι εκείνη μόνο στο Ράιχσταγκ».

Ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε στον ξένο δημοσιογράφο όπως έπρεπε να απαντήσουν οι έλληνες μαθητές στην έκθεση για τη σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους για να πάρουν καλό βαθμό. Χρειάζεται να δηλώνουμε περήφανοι, να θυσιάζουμε σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, να θεωρούμε ότι η άποψη του Ζαμπέλιου (και του Παπαρρηγόπουλου) αρκεί για να προσδώσει τρισχιλιετές ταυτοτικό κύρος σε ένα παλαιό brand name και να περιφρονούμε όσους δεν έχουν παράθυρο με θέα.

Αν ήμουν υποψήφιος φοιτητής, προφανώς αυτά θα ανέπτυσσα. Δεν θα ήμουν κορόιδο να πάω κόντρα στην κοινοτοπία του εκπαιδευτικού συρμού. Επειδή δίνω εξετάσεις, όμως, μόνο σε νουνεχείς αναγνώστες, επειδή γνωρίζω επίσης ότι το Ράιχσταγκ είναι το άξιο σεβασμού γερμανικό Κοινοβούλιο, ο ναός της γερμανικής δημοκρατίας, που το πυρπόλησαν το 1933 πιθανότατα οι Ναζί προκειμένου να ενοχοποιήσουν τους κομμουνιστές και να νομιμοποιήσουν διώξεις σε πολιτικούς αντιπάλους, θα ήμουν ιδιαίτερα αναλυτικός. Θα παρατηρούσα π.χ. ότι η αρχαιότητα για την κυνική εκδοχή της ταυτότητάς μας είναι απλώς, τουριστική αξία. Οτι συνολικά δεν έχουμε ιδέα τι εκπροσωπεί η κλασική αρχαιότητα, ότι ο Πλάτων, ο Θουκυδίδης, ο Αισχύλος ή ο Ευριπίδης είναι απλώς ονόματα ενός συστήματος παιδείας που μαθαίνει την ευκαιριακή απομνημόνευση. Οτι ακόμα και τα κλασικά κείμενα, τα οποία γενικώς επικαλούμαστε, έχουν εκδοθεί από Γερμανούς στη Λειψία.

Τι είναι οι αρχαίοι, στην πραγματικότητα, για εμάς; Εργαλεία καταξίωσής μας για ένα ένδοξο παρελθόν, αφού αδυνατούμε να επιβληθούμε στο παρόν και να σχεδιάσουμε ανταγωνιστικά το μέλλον.