1. Στην Ελλάδα, οι τραγουδιστές που κόλλησαν ένσημα στη Μεταπολίτευση και πορεύονται μέχρι σήμερα με τον λύχνο του μύθου ερμηνεύουν. Οι περφόρμερ, όπως ο Ρουβάς, «έχουν το δικαίωμα να ερμηνεύουν». Αδιευκρίνιστο είναι ακόμη ποιος μοιράζει αυτό το δικαίωμα.

2. Την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση –και έβρεχε γαρίφαλα. Την έχουμε κάνει όταν ο Μπιθικώτσης, ο Κόκοτας και ο Καλατζής τραγούδησαν αποσπάσματα του «Αξιον εστί» και Ξαρχάκο μέσα στο νυχτερινό κέντρο Διογένης τη σεζόν 1996-1997. Την έχουμε ξανακάνει όταν οι καθαρολόγοι της κλασικής μουσικής έκλεισαν τ’ αφτιά τους στα ανκόρ των τριών τενόρων. Ο Παβαρότι ήταν σημαντικός μέχρι τη στιγμή που έγινε σόουμαν, έλεγαν όσοι εζήλωσαν το διαπλανητικό σουξέ.

3. Ομολογουμένως ήμασταν πιο φειδωλοί όταν ο Σφακιανάκης τραγουδούσε την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» σε στίχους του Βάρναλη και τη σαββοπουλική «Δημοσθένους λέξη». Αλλά τότε ήταν η περίοδος της περίσσιας λαμέ αυτοπεποίθησης. Στο δικό της χωνευτήρι χωρούσαν τα ντέρτια, οι καημοί και τα εορτοδάνεια. Πριν γίνει ελαφρολαϊκός Sakis o Ρουβάς, είχε γίνει εθνολαϊκός Notis ο Σφακιανάκης.

4. H ελληνική σόουμπιζ είναι μια μικρή βιοτεχνία σοβαροφάνειας. Δεν μπορεί ακόμη να διακρίνει την ερμηνεία αξιώσεων από το θέαμα ή την εφήμερη γιορτή σε μια συνοικία. Πώς το λέει ο Σαββόπουλος (που, παρεμπιπτόντως, έχει δώσει τη «Θαλασσογραφία» του για τηλεοπτική διαφήμιση): «Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά / Εδώ απάνω στα βουνά / δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή / Για ό,τι έχει κερδηθεί / για ό,τι έχει πια χαθεί».

5. Την ώρα που ο Ρουβάς τραγουδούσε «Της αγάπης αίματα» στην πλατεία, ο Δάντης τραγουδούσε Βαμβακάρη στην τηλεόραση. Και στο τηλεοπτικό διάλειμμα ο Κότσιρας κουνούσε το δάχτυλο με Καζαντζίδη. Και δεν μίλησε κανείς –τέτοιες ώρες τι να πεις!