Είναι πολλά τα κατεπείγοντα. Δεν είναι μόνο η διαπραγμάτευση. Είναι και τα σχολεία που επείγεται να μεταρρυθμίσει ο Τάσος Κουράκης.

Ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας εξήγησε γιατί το σχοινοτενές νομοσχέδιό του έπρεπε να περάσει άρον άρον από τη Βουλή.

Γιατί, ας πούμε, έπρεπε η βάση προαγωγής επειγόντως να πέσει από το 10 στο 9,5; Διότι με τη βάση στο 10 το σχολείο ήταν «λαιμητόμος». Ο Κουράκης δεν εξήγησε τι θα γίνεται με αυτούς που θα βαθμολογούνται κάτω του 9,5. Λαιμό δεν έχουν κι αυτοί;

Το άλλο κατεπείγον είναι η κατάργηση της βάσης θεμάτων. Ο υπουργός θεωρεί άδικο να εξετάζονται οι μαθητές σε θέματα που προέρχονται από κοινή δεξαμενή. Τα παιδιά από «υποβαθμισμένες περιοχές» εξομοιώνονται έτσι με τα παιδιά από «καλά σχολεία». Δεν είναι πιο δίκαιο, αντί να αναβαθμίσουμε τα σχολεία να υποβαθμίσουμε τα εξεταζόμενα θέματα;

Το τρίτο κατεπείγον είναι το πώς θα επιλέγονται οι διευθυντές των σχολείων. Κατά ένα ποσοστό θα μετράει η μυστική ψήφος των συναδέλφων τους. Ο νόμος υπαγορεύει στους εκπαιδευτικούς με ποια κριτήρια πρέπει να ψηφίζουν. Με κριτήριο «τη γενική συγκρότηση» του υποψηφίου και, μεταξύ άλλων, «τη συνδικαλιστική δράση» του. Η αναφορά μάλλον περιττεύει. Γιατί σε τι άλλο καλείται να διαπρέψει ο επίδοξος διευθυντής παρά σε έναν διαρκή συνδικαλισμό για την ψήφο των συναδέλφων του;

Δεν χρειάζεται να αλιεύσει κανείς άλλα άρθρα από τον νόμο Κουράκη για να φανεί αυτό που και ο ίδιος ο υπουργός εμμέσως ομολογεί: Δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο σχέδιο ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος. Πρόκειται για επιλεκτική αποδόμηση. Ενα σποραδικό «ξεψήφισμα», στην κατεύθυνση που επιχειρείται και σε άλλους τομείς, από τη Δημόσια Διοίκηση ώς τα ωράρια των φαρμακείων.

Στέλεχος που έρχεται από την προβαρουφακική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κουράκης φέρει την παλαιά κομματική διαθήκη. Τη δογματική κληρονομιά της μικρής Αριστεράς που έβαζε ταξικό πρόσημο ακόμη και στο βαθμολογικό σύστημα. Και που ως αντιμνημονιακή αντιπολίτευση είχε γυμναστεί όχι στο «τι να κάνουμε» αλλά στο «τι να ξεκάνουμε». Να ξεκάνουμε, ας πούμε, τα μεταλλεία και μετά βλέπουμε. Μπορεί να μετατρέψουμε τους μεταλλωρύχους σε μελισσοκόμους –για να θυμηθούμε ένα παράδειγμα από την αντιπολιτευτική φαρέτρα του Κουράκη.

Η κομματική του προϋπηρεσία ως τομεάρχη Παιδείας της Κουμουνδούρου φάνηκε άλλωστε και στην ταύτισή του με την ΟΛΜΕ, η ηγεσία της οποίας προσυπέγραψε –αν δεν έγραψε –το νομοσχέδιο. Η δυσκολία του να συγκατοικήσει με τον καθηγητή Μπαλτά, που του προέκυψε απρόσμενα ως πολιτικός προϊστάμενος, οφείλεται ίσως και στο γεγονός ότι ο Μπαλτάς ήρθε ως τρίτος στη σχέση του Κουράκη με τους συνδικαλιστές (του).

Η αλήθεια είναι ότι, αν η δημοσιονομική ανάγκη καταπιεί το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί τους κουρακικούς τρόπους. Θα χρειαστεί να διατηρήσει τους δεσμούς με τους κλάδους που ενέταξε στο εκλογικό του ακροατήριο, δίνοντάς τους ό,τι μπορεί να περάσει κάτω από το ραντάρ των δανειστών.