Ο ένας κίνδυνος είναι να τσιτάρεις κάποιον και η ατάκα να ηχήσει κάπως παράταιρη. Ο Γιάνης Βαρουφάκης, για παράδειγμα, δανείστηκε κάτι που είχε πει ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ στην ομιλία του στη Μάντισον Σκουέαρ της Νέας Υόρκης στις 31 Οκτωβρίου 1936 –τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές που του εξασφάλισαν τη δεύτερη από τις τέσσερις προεδρικές του νίκες. Ποιους ένωνε το μίσος εναντίον του και ποιων το μίσος καλωσόριζε ο Ρούζβελτ; Οχι των εταίρων του. Αλλά «των γνωστών εχθρών της ειρήνης: των μονοπωλίων, των κερδοσκόπων, εκείνων που θέλουν το τραπεζικό σύστημα ανεξέλεγκτο και εκείνων που επιδιώκουν το κέρδος από τον πόλεμο».

Από εδώ προκύπτει και ο δεύτερος κίνδυνος. Και αυτός είναι να μην ακουστείς μόνο παράταιρος αλλά και αφόρητα μελό, να μη θυμίζεις σε τίποτε έναν στιβαρό και οραματικό ηγέτη, αλλά μια Μάρθα Βούτση της δεκαετίας του ’60. Αυτό ασφαλώς δεν είναι το μόνο λάθος του Γιάνη Βαρουφάκη. Στον δρόμο από το γεμάτο αυτοπεποίθηση «ουάου» έως την κλάψα που του προκάλεσε η απομόνωσή του, ο υπουργός Οικονομικών έχει κάνει πολλά λάθη. Κανένα από αυτά, όμως, δεν ήταν καθοριστικό. Το κλίμα εις βάρος της Αθήνας δεν είναι δικό του δημιούργημα. Είναι προϊόν αυτού που ο Βενιζέλος έχει περιγράψει ως στρατηγικό εγκλωβισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Των υψηλών προσδοκιών που καλλιέργησε στο εσωτερικό και της πεποίθησης ότι, κάτι ο τσαμπουκάς, κάτι η επίκληση της νωπής λαϊκής εντολής, το εξωτερικό θα έρθει τούμπα.

Στην πραγματικότητα, την πρώτη τούμπα την έκανε ο ίδιος ο Βαρουφάκης όταν δήλωνε ότι συμφωνεί με το 70% του Μνημονίου. Από τότε η κυβέρνηση ζει το δράμα μιας παλινωδίας. Ο υπουργός Οικονομικών προσπάθησε να περπατήσει σε ένα σκοινί που βρισκόταν σε συνεχή φάση ταλάντωσης. Ηταν αδύνατον να ισορροπήσει σε ένα τέτοιο σκοινί, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα έπεφτε. Στο ίδιο σκοινί θα ανεβεί και ο επόμενος. Αλλά σε αυτές τις συνθήκες, η μόνη δυνατότητα που έχει είναι να ξεσκονίσει και αυτός με τη σειρά του τα «λόγια μεγάλων ανδρών». Μήπως και βρει κανένα πιο πειστικό τσιτάτο για την ημέρα της δικής του πτώσης.