Λέμε συχνά για «κανονικές» χώρες, αλλά τι εννοούμε; Πώς μια χώρα μπορεί να οριστεί ως κανονική; Σταθερότητα στους στρατηγικούς στόχους, συνέχεια στο κράτος, συνέπεια στις πολιτικές επιλογές είναι ίσως οι χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της «κανονικότητας». Η Ελλάδα δύο φορές βρέθηκε κοντά στην «κανονικότητα», δηλαδή στην μετατροπή της σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με σταθερή οικονομική και εξωτερική πολιτική. Η πρώτη ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πολυδιάσπαση των Βαλκανίων. Όλα αυτά τα συμβάντα, έκαναν την Ελλάδα να μοιάζει με την πλέον ευρωπαϊκή χώρα στη Ν.Α. Ευρώπη, με προσδοκίες να αποτελέσει την «ατμομηχανή της ανάπτυξης» των Βαλκανίων. Αντ’ αυτού, η Ελλάδα έγινε με τον πλέον έντονο τρόπο κομμάτι του βαλκανικού προβλήματος και των παθών του εθνικισμού που επεσσώρευσε. Η δεύτερη φορά που η Ελλάδα δεν έφτασε απλώς κοντά, αλλά για ένα σύντομο χρονικό διάστημα θεωρήθηκε μία «κανονική» ευρωπαϊκή χώρα, ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα. Ένταξη στην ΟΝΕ, ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., στρατηγική του Ελσίνκι – η Ελλάδα είχε μπει βαθύτερα από ποτέ στον πυρήνα των αποφάσεων της Ένωσης.

Φαίνεται όμως πως φτάσαμε κοντύτερα από όσο αντέχαμε. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 δεν ήταν η έναρξη ενός νέου κύκλου κανονικότητας, αλλά η επιστροφή μας στον αγαπημένο μας «εξαιρετισμό». Η Ελλάδα δεν θέλει να είναι μία «κανονική» χώρα, προτιμά να είναι «εξαιρετική». Τόσο στα εύκολα, όσο και στα δύσκολα θέλουμε να θυμίζουμε πόσο ξεχωριστοί είμαστε. Η κρίση επιβεβαίωσε με το χειρότερο τρόπο αυτή την προαιώνια παθογένειά μας. Η ερμηνεία των αιτιών που επιβεβαιώνει τα δεινά της πολιτικής μας κουλτούρας και η διαχείριση της κρίσης που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την κανονικότητα αποδεικνύει ένα πράγμα: ότι δεν θέλουμε να γυρίσουμε στην κανονικότητα των αρχών του 21ου αιώνα, θέλουμε να γυρίσουμε στον παραδοσιακό μας εξαιρετισμό. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που μας κρατά μέσα στη δίνη της κρίσης, η απέχθεια μας για την κανονικότητα.