Ενα αντιπροσωπευτικό του ανδρός περιστατικό περιλαμβάνει όχι τίποτα φανατικούς μουλάδες, αλλά δύο ένθεους επιστήμονες: σε παλιότερο συνέδριο ζήτησε από έναν διάσημο γενετιστή και έναν σεβάσμιο νευροχειρουργό να του παρουσιάσουν θέσεις υπέρ της ύπαρξης του Θεού. Εκείνοι έκαναν λόγο για την αξιοθαύμαστη ανθρώπινη συνείδηση –τόσο αξιοθαύμαστη που αποκλείει την εξελικτική της καταγωγή -, το ηθικό μας κριτήριο που αψηφά τις εγωιστικές προσταγές της φύσης, την τάξη του Σύμπαντος και το γεγονός ότι ένα ανώτερο ον ποτέ δεν θα διαψευστεί με καθαρά εμπειρικά μέσα. Και εκείνος, αφού εξουδετέρωσε εύκολα τα πρώτα, στράφηκε στο τελευταίο, σημαντικότερο επιχείρημα, ξέχειλος από σαρκασμό: «Υπάρχουν άπειρα πράγματα που δεν μπορούμε να διαψεύσουμε» απάντησε. «Οι μονόκεροι, το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας, ο Θορ, οι καλικάντζαροι. Απειρα πράγματα στα οποία κάποιοι, κάποτε, πίστεψαν και επίσης άπειρα στα οποία δεν πίστεψε ποτέ κανείς. Γιατί ασχολούμαστε λοιπόν; Η ευθύνη βαραίνει εκείνον που θέλει να πιστέψει στον Θεό, το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας, τους καλικάντζαρους. Δεν εξαρτάται από εμάς η διάψευσή τους».

Δεν ήταν πάντα έτσι ο Ρίτσαρντ Ντόκινς. Οχι ότι τα χριστιανικά του χρόνια ξεπέρασαν ποτέ σε αριθμό τα εφηβικά –προς Θεού. Στην αποικιοκρατούμενη Κένυα όπου γεννήθηκε όμως, η θρησκεία δεν έλειπε εντελώς. «Τυπικά αγγλικανική» ήταν η ανατροφή του, υπάλληλος της βρετανικής γεωργικής υπηρεσίας ο πατέρας του και πρόθυμοι να απαντήσουν στις απορίες του με επιστημονική ακρίβεια αμφότεροι οι γονείς. Μια μέρα, ενώ κουβέντιαζαν, η μητέρα του είπε ότι κι ο χριστιανισμός μια θρησκεία είναι, από εκείνες που συγκρούονται μεταξύ τους, και που κατά τύχη μεγαλώνουμε υπό την επιρροή τους. Ο,τι απέμεινε από τη θρησκευτικότητά του ενισχύθηκε παραδόξως από τον αγαπημένο του Ελβις Πρίσλεϊ που τραγουδούσε «I believe», μέχρι που στην εφηβεία ήρθε ο Δαρβίνος: η αρχική πίστη του νεαρού οφειλόταν στην περιπλοκότητα της φύσης, η θεωρία της εξέλιξης όμως πρόσφερε επαρκέστερες εξηγήσεις. Σύντομα, ο μικρός Ρίτσαρντ αρνούνταν να γονατίσει στην εκκλησία.

Στην Οξφόρδη σπούδασε στο πλευρό του νομπελίστα βιολόγου Νίκολας Τίνμπεργκεν. Το διδακτορικό του είχε θέμα την ικανότητα λήψης αποφάσεων των ζώων. Στα 26 του, πριν από τα αρκετά που θα ακολουθούσαν, βρέθηκε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ και να συμμετέχει στις διαμαρτυρίες κατά του Πολέμου του Βιετνάμ. Την επόμενη δεκαετία ήρθε και το μπεστ σέλερ: το «Εγωιστικό γονίδιο» (εκδόσεις Κάτοπτρο) δεν έθεσε απλώς τη βιολογική μονάδα του τίτλου του ως την κρισιμότερη στη διαδικασία της φυσικής επιλογής, αλλά και αντιμετώπισε τις αλτρουιστικές συμπεριφορές ως εξελικτικά παράδοξα που ανακόπτουν την προσαρμοστικότητα. Το «μιμίδιο» ήταν το πολιτισμικό ισοδύναμο, που, όπως και το μεγάλο αδερφάκι του, αγαπήθηκε αλλά και επικρίθηκε: το μεν δεν συνιστά αυτόνομη εξελικτική μονάδα γιατί συνεργάζεται με άλλα γονίδια, είπαν μερικοί. Το άλλο δεν μπορεί να εξηγήσει ιδέες περίπλοκες και ανόμοιες όσο ο ρομαντισμός και η ίδια η θεωρία της εξέλιξης, παρατήρησαν άλλοι. Και τα δύο, επισήμανε η φιλόσοφος Μέρι Μίντγκλεϊ, ήταν απλουστευτικά και ταίριαζαν γάντι με την εποχή της Θάτσερ και του Ρίγκαν.

Η άνοδος του Ντόκινς στο επίπεδο της διασημότητας δεν ανακόπηκε φυσικά, ούτε οι επικριτές του όμως έπαψαν να βρίσκουν σφάλματα. Δεν μιλάμε προφανώς για ζηλωτές της θρησκείας ή των μύθων –κι ευτυχώς ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διαφώνησαν με τον «Τυφλό ωρολογοποιό» (Κάτοπτρο), το βιβλίο που εξηγούσε ότι ο «ευφυής σχεδιαστής» των Επτά Ημερών της Δημιουργίας ήταν η διαδικασία της εξέλιξης που τύγχανε «τυφλή». Ο αθεϊσμός του, όμως, όπως εκφράστηκε καλύτερα στην «Περί Θεού αυταπάτη» (Κάτοπτρο), ήταν μισαλλόδοξος. Παρά τα αμέτρητα παραδείγματα, ο Ντόκινς αρνούνταν ότι ένας επιστήμονας μπορεί να πιστεύει. Θεωρούσε τη θρησκεία στην καλύτερη περίπτωση μια πηγή συγκρούσεων (όπως πάντως και η οικονομία ή το πετρέλαιο, αν και σε πιο ακίνδυνο βαθμό) και επίσης μια εξήγηση της πίστης που στερείται αποδείξεων –λες και θα μπορούσε ποτέ μια πίστη να βασιστεί σε τεκμήρια. Το επιχείρημα ότι ακόμα και η εξελικτική ιστορία δεν γνωρίζει κάποια άθρησκη κοινωνία το θεωρεί κατά δήλωσή του ηττοπαθές.

Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι το έργο του, η παρουσία του σε εκδηλώσεις όπως η αποψινή στην Τεχνόπολη (και η χθεσινή στο Hub του Κεραμεικού) και μάλιστα σε μια περίοδο που τα θρησκευτικά εγκλήματα κάθε άλλο παρά μειώνονται, είναι ασήμαντα. Τουναντίον –τρεισήμισι αιώνες μετά τον Γαλιλαίο η συζήτηση περί της ανυπαρξίας του Θεού (κάπως κρισιμότερου για τον άνθρωπο από τους μονόκερους ή τους καλικάντζαρους) και της σχέσης θρησκείας και επιστήμης, αν δεν καταλήγει στην απορία για το φύλο των αγγέλων ή στον αποκεφαλισμό αλλοθρήσκων, υπαρξιακά είναι χρήσιμη. Η αντιμετώπιση του αντιπάλου σαν καρικατούρας (ειδικά στον βαθμό που η θρησκεία του συνιστά άλλο ένα ηθικό πλαίσιο) μάλλον τον ίδιο ωφελεί μακροπρόθεσμα. Κάτι τέτοια επισήμαναν επικριτές του Ρίτσαρντ Ντόκινς όπως ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τέρι Ιγκλετον ή ο φιλόσοφος της επιστήμης Μάικλ Ρους. Ο νομπελίστας Πίτερ Χιγκς –όχι κανένας εφημέριος, δηλαδή –τον χαρακτήρισε σχεδόν φονταμενταλιστή: είναι εκείνος που ως γνωστόν όχι μόνο δεν αποδέχεται την αλήθεια των άλλων, αλλά που και η δική του η αλήθεια τη μορφή πίστης έχει. Και μάλιστα φανατικής.