«Κουρασμένοι και μοιρολάτρες οι Ελληνες, απολαμβάνουν τη λιακάδα δίχως να δείχνουν ίχνος πανικού για το ενδεχόμενο μιας εθνικής καταστροφής» έγραψαν πρόσφατα οι «Financial Times».

Δεν θα χρειαζόταν να τους διαβάσεις για να το διαπιστώσεις. Θα αρκούσε μια βόλτα στη γειτονιά. Παρά τους αλλεπάλληλους κραδασμούς στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, παρά τα ευτράπελα επεισόδια που συμβαίνουν καθημερινά σχεδόν –τη μία η οργή των Αμερικανών για τον Ξηρό, την άλλη η σύγκρουση του Κοντονή με τη FIFA και την UEFA –ο κόσμος στις καφετέριες, στο μετρό, στα μαγαζιά παραμένει απαθής. Το κλίμα πανικού που καλλιεργούν τα ΜΜΕ δεν φαίνεται να επηρεάζει την κοινωνία όπως παλαιότερα. Οι απλοί πολίτες αποφεύγουν τους καβγάδες –ακόμα και στα από τη φύση τους εριστικά social media –και, σε πείσμα της αβεβαιότητας, κάνουν σχέδια για το μέλλον.

«Τον Ιούνιο θα χρεοκοπήσουμε άτακτα!» προφητεύουν οι Κασσάνδρες. «Τα δισεκατομμύρια που θα χρειαστούμε για να μείνουμε στον αφρό είναι τόσο πολλά, τα κοινοβούλια της Ευρώπης τόσο απρόθυμα να μας τα δώσουν, ώστε μοιραία θα κατεβάσουμε ρολά. Απ’ τις κλειστές τράπεζες, η υστερία θα μεταδοθεί ταχύτατα στα σουπερμάρκετ, στα βενζινάδικα και ούτω καθεξής». «Τον Ιούλιο θα πάμε διακοπές στο Πήλιο» τους απαντά το πλήθος. «Παντρεύεται επιτέλους η Λίζα με τον Γιώργο, θα βρεθούμε όλοι οι παλιοί συμμαθητές, χαμός θα γίνει!»

Των οικιών ημών εμπιμπραμένων ημείς άδομεν; Είμαστε επιβάτες στον «Τιτανικό», όπου η ορχήστρα έπαιζε ενώ το υπερωκεάνιο ήδη βυθιζόταν; Σφιχταγκαλιάζουμε τις αυταπάτες μας, την πλάνη πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να τσακιστεί στα βράχια διότι δεν συμφέρει –λέει –τους ξένους, επειδή οι κοινωνίες –δήθεν –δεν καταστρέφονται;

Εχει συμβεί συχνά στο παρελθόν. Ενώ οι Τούρκοι κάλπαζαν προς τη Σμύρνη, ο χριστιανικός πληθυσμός της επέμενε να διάγει σχεδόν ανέμελα. «Θα σταματήσουν στα προάστια» βαυκαλίζονταν. «Στο λιμάνι αγκυροβολούν οι συμμαχικοί στόλοι για να μας προστατεύσουν». Οταν οι Τσέτες πυρπόλησαν την πόλη και οι κάτοικοί της έπεσαν έντρομοι στη θάλασσα, οι ναύτες από τα συμμαχικά πλοία τούς πετούσαν όχι σωσίβιες λέμβους μα ζεματιστό νερό.

Κι όμως. Το γεγονός ότι οι Ελληνες την άνοιξη του 2015 παραμένουν σχετικά ψύχραιμοι, επιτρέψτε μου να το βρίσκω υγιές και θετικό. Εάν η μία όψη του νομίσματος είναι η ασυγχώρητη άγνοια κινδύνου, η άλλη όψη είναι η λαχτάρα για ζωή.

Κατά βάθος όλοι το ξέρουμε πως κι αν μας πέσει ακόμα ο ουρανός στο κεφάλι, εμείς θα εξακολουθήσουμε να ερωτευόμαστε, να δημιουργούμε, να γλεντάμε, όπου και όπως μπορούμε. Τα παιδάκια θα παίζουν ίσως όχι βιντεογκέιμ αλλά μπάλα στις πιλοτές των πολυκατοικιών. Κι εμείς θα τα χαζεύουμε και θα ευφραινόμαστε πίνοντας ίσως όχι μολτ ουίσκι αλλά ρετσίνα και τσίπουρα σαν τους παππούδες μας. Οσοι θα αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία, θα μαραζώσουν. Οσοι θα κοιτάζουν μόνο μπροστά, θα ξανανθίσουν.

«Θα καταλάβεις τη δύναμη της ζωής, τη στιγμή που θα φτιάχνεις τον κόμπο της γραβάτας για να πάς στην κηδεία της μάνας σου» μου είχε πει κάποτε ένας φίλος. Το κατάλαβα μερικά χρόνια αργότερα. Φόρεσα και το καλό μου μπλε κοστούμι και το λευκό μου αστραφτερό πουκάμισο. Την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο, ο ήλιος έδυε πίσω απ’ τον Υμηττό. Ηταν χαρά Θεού.