Οταν έτρεχε με την μπάλα στα πόδια, σου έδινε την εντύπωση ότι γλιστρούσε στο χόρτο όπως ένας σκιέρ στο χιόνι. Κι όταν η μπάλα έφευγε από το πόδι του, έμοιαζε να υπακούει σε μια αυστηρή γεωμετρία που την καθόριζε αυτός. Αλλά δεν ήταν μόνο ότι χαιρόσουν να τον βλέπεις να παίζει. Ο Μισέλ Πλατινί ήταν, από πολλές απόψεις, ένας από τους τελευταίους των Μοϊκανών, το είδος του ποδοσφαιριστή που, σύμφωνα με την αργκό της εποχής του, «έφτιαχνε παιχνίδι». Δεν ήταν ένας ανάμεσα στους έντεκα που αλωνίζουν το γήπεδο. Ηταν το κλασικό «10άρι» που σήμερα δεν υπάρχει πια.

Ως πρόεδρος της UEFA, όμως, ο Πλατινί δεν κάνει τη διαφορά. Ακολουθεί την πεπατημένη σε έναν χώρο που δεν έχει ποδοσφαιρική βιρτουοζιτέ, αλλά αρκετή ίντριγκα, μπόλικο παρασκήνιο και –κυρίως –πολλά, μα πάρα πολλά λεφτά. Το μοντέλο, δηλαδή, λειτουργεί σαν κλειστό κλαμπ και είναι αποδοτικό. Αυτός είναι οι λόγος για τον οποίο κάθε υπόνοια διατάραξης της ισορροπίας του αντιμετωπίζεται με την απειλή της εξορίας –θύμα της οποίας κινδυνεύει να πέσει σήμερα ο Σταύρος Κοντονής, όπως παλιότερα κινδύνευσε να πέσει ο Γιώργος Φλωρίδης.

Και τότε και τώρα, η ελληνική Πολιτεία κοιτάζει τον βούρκο του ποδοσφαίρου της και δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τον καθαρίσει. Και τότε και τώρα, οι ηγεσίες της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας κινήθηκαν με τη λογική του φεουδάρχη που τρέχει να πνίξει στο αίμα μια τοπική εξέγερση στο όνομα της τήρησης των κανόνων. Μοιάζει κάπως περίεργο για έναν ποδοσφαιριστή που έσπασε τις νόρμες όχι μόνο με το ταλέντο του, αλλά και παίζοντας πολλές φορές με τη φανέλα έξω και τις κάλτσες κατεβασμένες. Εκείνη δεν ήταν ακριβώς η εποχή της αθωότητας. Αλλά, πάντως, επέτρεψε στον Πλατινί να λάμψει. Οπως σήμερα ρίχνει μια σκιά πάνω του ο κυνισμός με τον οποίο διοικεί το ευρωπαϊκό του φέουδο.