Στις ελληνικές αίθουσες όπου προβλήθηκε τον περασμένο μήνα, η ταινία δεν περπάτησε και πολύ. Μπορεί να ευθύνεται η ευρωπαϊκή της καταγωγή, το βαρύ της θέμα, οι κριτικοί που δεν την συμπάθησαν και πολύ ή όλα αυτά μαζί. Αλλά στη «Μαχαιριά» του Φατίχ Ακίν θα άξιζε καλύτερη τύχη. Οχι μόνο επειδή η ταινία είναι ειλικρινής στις προθέσεις της ούτε επειδή ο σκηνοθέτης της προκαλεί έντονα συναισθήματα στο κοινό του ως οξυδερκής και ευαίσθητος story teller που είναι. Αλλά κι επειδή το θέμα της, η Γενοκτονία των Αρμενίων, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού στην Τουρκία, τη χώρα καταγωγής του.

Από αυτήν την άποψη, το γεγονός ότι ένας αρμένιος σιδεράς βλέπει την οικογένειά του να αφανίζεται μέσα σε μια νύχτα από τους Νεότουρκους ενώ ο ίδιος διασώζεται, μουγκός πια, για να ξεκινήσει ένα μακρύ οδοιπορικό που θα τον οδηγήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που η μικρή Ιστορία συναντά τη μεγάλη στον κινηματογράφο. Κι έπειτα το σινεμά είναι τέχνη, δεν κάνει μαθήματα Ιστορίας ούτε οι δημιουργοί του μπορούν να κρίνονται από την ιστορική τους πιστότητα –η ελευθερία τους να ντύσουν τον Μουσολίνι μαχητική σουφραζέτα, τον Κένεντι σοβιετικό πράκτορα και τον Κιμ Γιονγκ Ουν ερωτευμένο ράπερ είναι απόλυτη.

Το κέντρο βάρους της «Μαχαιριάς», επομένως, δεν βρίσκεται στο ιστορικό δράμα αλλά στη σημερινή εποχή –στην απόφαση ενός νέου ανθρώπου να αναμετρηθεί με την άρνηση της χώρας του να δει κατάματα το παρελθόν της. Ο Φατίχ Ακίν δεν κάνει μαθήματα Ιστορίας. Δείχνει πώς κινείται ένας ανήσυχος καλλιτέχνης στον σύγχρονο κόσμο. Και το δείχνει ειδικά εκεί όπου η ισχύς του εθνικού αφηγήματος εξοβελίζει ως βέβηλο αναθεωρητισμό κάθε τέτοια αναμέτρηση. Ισχύει ασφαλώς για την Τουρκία που ψάχνει τη θέση της στο μέλλον σαν οθωμανός σουλτάνος. Αλλά ισχύει και για την Ελλάδα που θυματοποιείται και αυτοοικτίρεται ακόμη κι όταν τρώει τα παιδιά της στους εμφυλίους ή χρεοκοπεί.