Γνωρίζω τον υπουργό Εσωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Βούτση από τα φοιτητικά μου χρόνια. Τον θεωρούσα ανέκαθεν μειλίχιο και συγκαταβατικό κυρίως απέναντι στη διαφωνία. Υπήρξε οργανωτικός, προωθούσε φυσικά πάντα τις ιδέες του, αλλά σε ζητήματα διαφωνίας ουδέποτε θυμάμαι να μη συζήτησε με ιδεολογικούς αντιπάλους. Ακόμα και απέναντι σε μη επαρκώς τεκμηριωμένους λόγους, εσωκομματικά ή στην κεντρική σκηνή, απλώς προσπαθούσε να πει τα δικά του επιχειρήματα, να πείσει όσους διαφωνούσαν. Προφανώς, οι μηχανισμοί των κομμάτων δεν ελέγχονται πάντα με επιχειρήματα, οι τεχνικές είναι πολλές και διάφορες και η Αριστερά έχει εντρυφήσει σ’ αυτές. Αλλά απ’ όσο θυμάμαι ουδέποτε είχε θεωρήσει είτε την ατομική είτε και την οργανωμένη διαφωνία αιτία πολέμου. Τα έχει αυτά η δημοκρατία.

Γι’ αυτό ξαφνιάστηκα όταν τον άκουσα στη Βουλή να εκνευρίζεται με πολιτικούς αντιπάλους του και να τους απειλεί ότι «το μακρύ [τους] χέρι στην επικοινωνία και την κατασυκοφάντηση που γίνεται θα κοπεί από τη ρίζα του».

Δηλαδή; Τι εννοεί ο ποιητής; Το μακρύ χέρι στην επικοινωνία κόβεται μόνο με έναν τρόπο: με φίμωση, με λογοκρισία. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει στην ευρωπαϊκή δημοκρατική Ελλάδα όπου η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται από το Σύνταγμα αλλά και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Με δεδομένους τους κανόνες, ο Νίκος Βούτσης (και ορισμένοι άλλοι συνάδελφοί του, που επίσης έχουν αφήσει υπαινιγμούς για τη «σωστή», την ταξική την πληροφόρηση) δικαιούται να εκνευρίζεται, να αντιπαραθέτει τις απόψεις του και να διεκδικεί τη δημοσίευσή τους, ενδεχομένως και να επιδιώκει τον ευμενή σχολιασμό τους, αλλά ως αριστερός δημοκράτης που είναι κανένα χέρι δεν μπορεί να κόψει. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με αντίθετες απόψεις, είτε του αρέσει είτε όχι, είτε είναι μειλίχιος είτε τσαντίλας.

Ολη του τη ζωή ο Νίκος Βούτσης κατήγγελλε αυταρχικές κυβερνήσεις. Ως κυβερνητικός δεν του πάει ο αυταρχισμός.