«Βόλεψα την κόρη μου»: μια από τις πιο αμφίσημες φράσεις στην ελληνική καθομιλουμένη. Αν μιλάς με φίλους, η επιτυχία αυτή συνοδεύεται από επιφωνήματα ικανοποίησης, θαυμασμού ή και ελαφριάς ζήλιας (εμείς πότε θα τα καταφέρουμε επιτέλους;). Όταν, όμως, το «βόλεμα» το πετυχαίνουν «ξένοι» πρόκειται για θανάσιμο αμάρτημα. Η φράση «αυτοί βολέψαν τα παιδιά τους» συνοδεύεται από επιφωνήματα αποδοκιμασίας, ενίοτε και από πραγματική οργή.

Μια κυβέρνηση που εξήγγειλε δυναμικά ότι θα κάνει τα πράγματα αλλιώς, κατέληξε να στελεχώνει τα Υπουργεία, για μια ακόμη φορά, στην βάση των “δικών μας παιδιών”. Διαβόητο παράδειγμα, ο διορισμός και η ταχεία ανέλιξη του εξαδέλφου του Πρωθυπουργού, αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί οι διορισμοί σε θέσεις συμβούλων, Γενικών Γραμματέων και Προέδρων Οργανισμών, ατόμων με οφθαλμοφανείς διασυνδέσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα εάν οι εκάστοτε «ημέτεροι», από χειροκροτητές του κόμματος έως κόρες πρώην ΠτΔ, είναι κατάλληλοι για τη δουλειά που τους ανατίθεται. Αλλά δεν είναι αυτό το βασικό δίδαγμα της ιστορίας. Το ζήτημα είναι πως αφενός παραβιάζονται αρχές διαδικαστικής δικαιοσύνης, αφετέρου δίνεται η εντύπωση ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ξεφύγει από τακτικές νεποτισμού και γενικότερης αδιαφορίας για τους κανόνες.

Τι σημαίνει εδώ διαδικαστική δικαιοσύνη; Δεν αρκεί να επιλέγεται ένα κατάλληλο άτομο για τη συγκεκριμένη θέση, ούτε καν το καταλληλότερο. Πρέπει και η διαδικασία που ακολουθείται να είναι δίκαιη και σύμφωνη με προϋπάρχοντες κανόνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μόνη δίκαιη διαδικασία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει δημόσια ανακοίνωση, ανοιχτή υποβολή υποψηφιοτήτων και αιτιολογημένη τελική απόφαση.

Η ζημιά που προκαλεί μια άδικη πρόσληψη μπορεί να είναι μικρή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς περιορίζεται στην αδικία που υφίστανται οι καταλληλότεροι υποψήφιοι. Στο Δημόσιο, όμως, έχουμε δύο επιπλέον προβλήματα: (α) οι θέσεις ευθύνης απαιτούν αντικειμενικότητα που δύσκολα διαφυλάσσει όποιος προσλήφθηκε με αδιαφανή διαδικασία, και (β) η αδιαφάνεια πλήττει το κύρος των θεσμών. Με απλά λόγια, ο πολίτης δυσκολέυεται να εμπιστευθεί, τόσο τον αξιωματούχο που προσλαμβάνει, όσο και κείνον που προσλαμβάνεται με μεθόδους που δεν διασφαλίζουν αξιοκρατία και αντικειμενικότητα.

Φυσικά, νεποτισμός και προτίμηση στα “δικά μας παιδιά” υπάρχει σε κάθε σύγχρονη κοινωνία. Το ιδιαίτερο της ελληνικής περίπτωσης, όμως, είναι το πώς αξιολογούμε ηθικά αυτές τις συμπεριφορές.

Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις διαφθοράς, μας σοκάρει πολύ περισσότερο η παρασπονδία όταν το κομμάτι που εξασφαλίζει ο θύτης είναι από μεγάλη πίτα. Είναι φυσικά σωστό να μας απασχολεί περισσότερο η διαφθορά ενός προσώπου που καταλαμβάνει σημαντική θέση. Αλλά, αυτό δεν μας

επιτρέπει να παραβλέπουμε ότι, ανεξάρτητα από το μέγεθος της πίτας, εκείνοι που τη μοιράζουν άδικα (τόσο εκείνος που κόβει, όσο και κείνος που τρώει), εμπλέκονται στον ίδιο τύπο συμπεριφοράς. Δεν είναι διαφορετική η ηθική ποιότητα της συμπεριφοράς εκείνου που τρώει λίγο, απλά και μόνο επειδή η πίτα που του έλαχε είναι σχετικώς μικρή, άρα μικρό και το κομμάτι.

Υπάρχει, λοιπόν, κάτι το υποκριτικό εδώ. Ας διερωτηθούμε πόσοι από εμάς θα επέλεγαν το παιδί τους αντί για έναν καταλληλότερο υποψήφιο; Πόσοι βόλεψαν έναν δικό τους άνθρωπο με τα πενιχρά τους μέσα, αλλά θα αρνούνταν να το κάνουν αν είχαν γνωριμίες στο υψηλότατο επίπεδο; Σε τι διαφέρει ο ηθικός συλλογισμός ενός ανθρώπου που σηκώνει το τηλέφωνο για ένα “βύσμα” στον στρατό, από το σκεπτικό ενός προσώπου με εξουσία που εξασφαλίζει για συγγενή του μία περιζήτητη θέση; Και σε τι διαφέρει αντίστοιχα, η ανταπόκριση εκείνου που κάνει το χατίρι; Όλες οι πλευρές κάνουν ό,τι μπορούν (για να προσπεράσουν βασικές αρχές αξιοκρατίας)!

Ό,τι μπορούμε, φαίνεται ότι νιώθουμε υποχρεωμένοι να κάνουμε και μεις. Στην Ελλάδα έχει κυριαρχήσει μια κουλτούρα, που όχι μόνο δεν αποδοκιμάζει αλλά, αντιθέτως, επιβάλλει ηθικά στα ισχυρότερα μέλη της οικογένειας να εξασφαλίζουν γνωριμίες που θα ωφελήσουν τα ασθενέστερα (και κατά κανόνα νεότερα*) μέλη. Δεν είναι καθόλου σπάνιο, π.χ. παιδιά, ειδικά με υψηλά τυπικά προσόντα, να κατηγορούν τους γονείς τους ότι δεν έχουν αρκετές προσβάσεις για να τους βοηθήσουν να βρουν μια καλή θέση. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η παραδοσιακή άκρατη πτυχιομανία μας. Το μόνο που έχει αλλάξει σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, είναι ότι το «πάρε το πτυχίο για να σε διορίσουμε κάπου», έγινε «πάρε ένα μάστερ για να σε διορίσουμε κάπου».

Μπορεί να αλλάξει αυτή η νοοτροπία, είτε αφορά όλους εμάς τους απλούς πολίτες, είτε κατόχους θέσεων εξουσίας ή/και επιρροής; Είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι μια τέτοια μεταρρύθμιση επιβάλλει να αλλάξουμε πρώτα βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες που ξεκινάνε από το ίδιο μας το σπίτι. Ενώ εξυμνούμε την αξιοκρατία, σπανίως αντιλαμβανόμαστε ως υποχρέωση να την υπηρετούμε εκεί ακριβώς όπου το προσωπικό διακύβευμα καθιστά την ηθική συμμόρφωση δυσκολότερη: στα του οίκου μας.

Προς το παρόν υπερισχύει το ακριβώς αντίθετο – το αίμα νερό δεν γίνεται. Όποτε συγκρούεται η αφοσίωσή μας στην οικογένεια με την αφοσίωσή μας στους θεσμούς και το κράτος, το αίμα προηγείται. Είναι κατανοητή, συναισθηματικά, η οικογενειακή αφοσίωση, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πού οδηγεί συλλογικά. Όχι μόνο σε αδικία και υπονόμευση των θεσμών, αλλά και σε θλιβερή υποστελέχωση της κρατικής μηχανής με καταστροφικά αποτελέσματα για κοινωνία και οικονομία. Γιατί όσο κι αν δεν είναι εντελώς αδύνατο το δικό μας παιδί να είναι το καλύτερο, κατά κανόνα αυτό δεν ισχύει. Για να πάψουμε λοιπόν να κλαίμε πάνω από τα συντρίμμια του ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να βρούμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στην θεμιτή υποστήριξη προς τους οικείους και το κοινωνικό μας καθήκον.

Μπορεί να φαίνεται επώδυνη βραχυπρόθεσμα μια προσωπική μεταρρύθμιση υπέρ της αξιοκρατίας και κατά της τυφλής πίστης στην οικογένεια, αλλά είναι απαραίτητη για να καταφέρουμε να χτίσουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία. Ένα κράτος που δεν ταλαιπωρεί τους πολίτες του, μια χώρα που δεν ανέχεται διάφοροι «ισχυροί» να διανέμουν θέσεις εργασίας σε όσους –είτε απαιτώντας είτε παρακαλώντας– καταφεύγουν στα γραφεία τους.

*Ενίοτε γίνεται και το ανάποδο.

Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου. Ο Κωνσταντίνος Καλλίρης είναι δικηγόρος και διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.