Εγκλημα. Κλέφτες. Απατεώνες. Καταχραστές. Ξενόδουλοι. Είναι μερικά από τα «επιχειρήματα» που εξαπέλυσε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Ανεξάρτητων Ελλήνων ενάντια στους πολιτικούς του αντιπάλους, χθες τα ξημερώματα στη Βουλή. Εναν μάλιστα –σε μια επίδειξη ανεπίγνωστου αυτοσαρκασμού –τον κατηγόρησε και για «λαϊκιστικό αμόκ».

Δεν είναι πια περίεργος ο λόγος του Νίκου Νικολόπουλου. Από κεκτημένη ταχύτητα θα τον κατέτασσε κανείς στο ιδίωμα της αντιμνημονιακής αγανάκτησης. Θα ήταν όμως ένας ορισμός πρωθύστερος. Ο Νικολόπουλος είναι παλιός στο επάγγελμα, πολύ παλαιότερος του Μνημονίου. Κάποτε ήταν «λοχαγός» στη μεγάλη Νέα Δημοκρατία –ήταν και παραμένει νεοκαραμανλικός. Θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν προσαρμόστηκε εκείνος στις συνθήκες. Οι συνθήκες προσαρμόστηκαν στον Νικολόπουλο. Εγιναν ιδανικές για να ευδοκιμήσει το είδος του.

Οι συνθήκες δεν προσφέρονται για να ακούει κανείς ξανά και ξανά πώς τον γλίτωσαν από μια καταστροφή. Οσοι πολιτεύονται προσπαθώντας να εξηγήσουν τι ήταν αυτό που απέτρεψαν απλώς δεν μπορούν να συναντηθούν με το θυμωμένο και αποκαρδιωμένο τους ακροατήριο. Ποιος πιστεύει κάτι που δεν συνέβη; Σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες αποκτά ασύμμετρη απήχηση το είδος του αγορητή που μιλάει με ένα μείγμα από αναθέματα, μπηχτές και θεωρίες συνωμοσίας.

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να διασκεδάσει κανείς με τον Νικολόπουλο. Προσπαθεί και ο ίδιος γι’ αυτό. Οχι μόνο γιατί έχει θέσει εαυτόν στην υπηρεσία του θεάματος με δική του εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή. Αλλά κι επειδή μπορεί, όταν αγορεύει, να επιστρατεύει μια θεατρικότητα που θυμίζει κάτι μεταξύ Νίκου Ρίζου και Κώστα Τσάκωνα.

Ομως, ο Νικολόπουλος δεν είναι μόνο τηλεοπτικό προϊόν για να μπορεί κανείς να τον απολαύσει στις σαγηνευτικά αποτρόπαιες συνεδριάσεις του μεσονυκτίου. Είναι ο πολιτικός που, αν δεν είχε αμολήσει ένα βάναυσο ομοφοβικό τουίτ, θα ήταν σήμερα υπουργός. Είναι εκείνος που χάρη σε αυτό το τουίτ μνημονεύθηκε στο περιθώριο Συνόδου Κορυφής από τον παθόντα λουξεμβούργιο πρωθυπουργό και τον οποίο επικαλούνται τα ξένα μέσα ενημέρωσης ως έκφραση ενδεικτική της ιδεολογικής ταυτότητας του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου.

Οχι, ο Νικολόπουλος δεν είναι περιθώριο. Οι θεωρίες που διατυπώνει –ότι π.χ. η κρίση είναι μια συνωμοσία της Γερμανίας και των κερδοσκόπων για να στερηθεί η Ελλάδα την εθνική της κυριαρχία, ότι η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος από τη Στατιστική Υπηρεσία –δεν είναι μειοψηφικές. Είναι οι θεωρίες για τις οποίες στήνονται κοινοβουλευτικές επιτροπές. Οι θεωρίες που χρησιμοποιούνται ως γόμωση μιας νέας εθνικής ιδεολογίας.

Οχι, δεν άλλαξε ο Νικολόπουλος. Ο βουλευτής απλώς προεικάζει αυτό που ήδη διαμορφώνεται ως νέο πολιτικό, θεσμικό και αισθητικό υπόδειγμα.