Εάν η χώρα δεν είχε χρεοκοπήσει και εάν το ΕΣΥ δεν ήταν υπό κατάρρευση δεν θα υπήρχε ανάγκη για νέες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της Υγείας. Οι δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν από την ίδρυση του ΕΣΥ, λόγω της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να επωμισθούν το πολιτικό κόστος και να αντιμετωπίσουν τα συντεχνιακά συμφέροντα, πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία τριετία με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και την ενοποίηση της δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στο ΠΕΔΥ. Ανάγκη, βέβαια, ασφαλώς υπάρχει για πολλές επιμέρους ρυθμίσεις, όχι μόνο για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των δύο αυτών νέων θεσμών, οι οποίοι προς το παρόν καρκινοβατούν, αλλά και για να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες παθογένειες του συστήματος Υγείας στη χώρα μας.

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την Υγεία, καθώς και οι προχθεσινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, περιλαμβάνουν αρκετές από τις αναγκαίες αυτές ρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της πρόληψης, αλλά και πολλές επιπλέον γενναιόδωρες παροχές για μισθούς και προσλήψεις, χωρίς να προβλέπει όμως από πού θα προέλθει η επιπλέον χρηματοδότησή τους. Αλλά ακόμη και εάν ξεχάσει η κυβέρνηση τις προεκλογικές της παροχολογίες και περιοριστεί στην υλοποίηση των χρήσιμων και εφαρμόσιμων ρυθμίσεων, το δημόσιο σύστημα Υγείας δεν θα αποφύγει την κατάρρευση. Υπό τις παρούσες συνθήκες η διάσωση του ΕΣΥ απαιτεί τολμηρές τομές στη χρηματοδότηση, στη διοίκηση, στη χωροθέτηση των δημοσίων μονάδων Υγείας και στον ρόλο του ιδιωτικού τομέα.

Η πρώτη μεγάλη αλλαγή. Σήμερα το ΕΣΥ υποχρηματοδοτείται. Οι δημόσιες δαπάνες Υγείας κινδυνεύουν να μειωθούν περαιτέρω λόγω της μείωσης του ΑΕΠ και της αδυναμίας της κοινωνικής ασφάλισης να συνεισφέρει το 25%-30% των δημοσίων δαπανών Υγείας που της αντιστοιχούσε. Η χρηματοδότηση του ΕΣΥ θα πρέπει να προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, εξασφαλίζοντας όμως εξοικονόμηση πόρων από την αποτελεσματική διοίκηση και από την καθιέρωση ενός βασικού πακέτου παροχών για κάθε έλληνα πολίτη, που θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες και χρήσιμες ιατρικές πράξεις βάσει επιστημονικών πρωτοκόλλων. Ετσι θα καταπολεμηθεί η προκλητική, αλλά και η μη αποτελεσματική, χρήση θεραπειών, διαγνώσεων και φαρμάκων, που υπολογίζεται στο 20%-30% του συνόλου. Η δε κατάργηση εισφορών Υγείας θα ενισχύσει σημαντικά την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή αφορά τη μετατροπή του ΕΣΥ από κακοδιοικούμενη δημόσια υπηρεσία σε σύγχρονο δημόσιο οργανισμό, γεγονός που θα αυξήσει την αποδοτικότητα του συστήματος. Το ΕΣΥ αποτελεί το μοναδικό Εθνικό Σύστημα Υγείας στην Ευρώπη που διοικείται από τα γραφεία του εκάστοτε υπουργού Υγείας και όχι από ένα κεντρικό όργανο σχεδιασμού, συντονισμού, ελέγχου και αξιολόγησης. Ούτε μπορεί να συνεχιστεί η τοποθέτηση διοικήσεων στα νοσοκομεία και στους δημόσιους οργανισμούς Υγείας με κομματικά και πελατειακά κριτήρια, χωρίς αντικειμενικές-αξιοκρατικές διαδικασίες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι εργασιακές σχέσεις και ο τρόπος αμοιβών και να επεκταθεί η ηλεκτρονική Υγεία σε όλους τους τομείς.

Η τρίτη μεγάλη αλλαγή θα πρέπει να στοχεύει στην αναδιάρθρωση του νοσοκομειακού χάρτη, σε επίπεδο νοσοκομείων, κλινικών και εργαστηρίων, με συγχωνεύσεις μονάδων και ορθολογική ανακατανομή τους σύμφωνα με τις ανάγκες Υγείας του πληθυσμού κάθε περιφέρειας για την άμεση αντιμετώπιση των σημαντικών ελλείψεων σε πόρους και προσωπικό. Δεν μπορεί να συνεχίσουν να υπάρχουν νομοί με δύο ή τρία νομαρχιακά νοσοκομεία για να μη δυσαρεστηθεί ο τοπικός πληθυσμός. Δεν μπορεί να έχουμε 27 υποστελεχωμένες δημόσιες νευροχειρουργικές κλινικές όταν ο τόπος με βάση διεθνή πληθυσμικά κριτήρια χρειάζεται 8-10 δημόσιες και ιδιωτικές μαζί. Το ίδιο συμβαίνει με πολλές άλλες κλινικές και εργαστήρια, καθώς και με πολλά ατάκτως χωροθετημένα Κέντρα Υγείας, πρώην πολυϊατρεία του ΙΚΑ και δημοτικά ιατρεία, εκ των οποίων αρκετά δεν χρειάζονται πλέον.

Η τέταρτη μεγάλη αλλαγή. Τέλος, σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να αποφευχθεί η υλοποίηση των σχετικών θέσεων του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για τον περιορισμό του, με απώτερο στόχο την κατάργησή του, που παραπέμπουν σε άλλες εποχές και σε άλλα καθεστώτα. Αντίθετα, υπό τις παρούσες συνθήκες και ελλείψεις ο ρόλος ενός υγιούς ιδιωτικού τομέα μπορεί να αποβεί καθοριστικός για την επιβίωση του ΕΣΥ. Ο ιδιωτικός τομέας παρέχει πολλές ιατρικές πράξεις, κυρίως διαγνωστικές, με κόστος δύο έως τέσσερις φορές μικρότερο από ό,τι στο Δημόσιο. Μπορεί, επιπλέον, να συμβληθεί με τα δημόσια νοσοκομεία για την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων υποδομών (κλειστές πτέρυγες και εργαστήρια ή και νοσοκομεία ακόμη, όπως της Σαντορίνης) και για την ανάπτυξη νέων κερδοφόρων δραστηριοτήτων, όπως είναι ο ιατρικός τουρισμός. Αρκεί βέβαια να υπάρχει ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου που θα εξασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και δεν θα αφήνει περιθώρια για τη σημερινή υπερκατανάλωση.

Μπορεί τις τέσσερις αυτές μεγάλες αλλαγές, και κυρίως την τελευταία, να τις αποτολμήσει η σημερινή κυβέρνηση; Πολύ αμφιβάλλω. Είναι αλλαγές που απαιτούν εθνική πολιτική για την Υγεία και ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Μόνο έτσι όμως μπορεί να διασωθεί το ΕΣΥ. Οπως άλλωστε και ο τόπος.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής