Η σημερινή κυβέρνηση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με την προηγούμενη. Εχει να επιτελέσει το ίδιο έργο –να μας βγάλει από την κρίση, το Μνημόνιο, την τρόικα –έχοντας την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη, προς το παρόν, της πλειοψηφίας του λαού. Εχει όμως και ένα σημαντικό μειονέκτημα. Τυγχάνει μικρότερης εμπιστοσύνης και υποστήριξης από τους δανειστές μας και γενικότερα από τους ευρωπαίους εταίρους, γεγονός που καθιστά πολύ πιο δύσκολο το έργο που έχει αναλάβει.

Το μειονέκτημα αυτό το τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό η υιοθέτηση από το οικονομικό επιτελείο της «δημιουργικής ασάφειας» ως πλαισίου των διαπραγματεύσεων. Εκτός του ότι η ασάφεια ευνοεί πάντα τον ισχυρό, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να δίνει την ερμηνεία που θέλει πολύ περισσότερο όταν ξέρει πολύ καλά τι απαιτεί, οι διαφορετικές εγχώριες αναγνώσεις της ασάφειας κάθε άλλο παρά είναι δημιουργικές. Συνήθως οδηγούν, όπως έχουν ήδη οδηγήσει, σε κακόηχη πολυφωνία που δυσκολεύει αντί να διευκολύνει τη διαπραγματευτική μας θέση, όπως ήδη συμβαίνει.

Μεγαλύτερος όμως είναι ο κίνδυνος η δημιουργική ασάφεια να μην εκτρέφει μόνο την πολυφωνία, αλλά και τις αποκλίνουσες στρατηγικές εντός της κυβέρνησης αλλά και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας σε περαιτέρω δοκιμασία την ήδη εύθραυστη συνοχή τους. Αρκεί να αναφέρω ότι πρώτη φορά που υπέπεσε στην αντίληψή μου η υιοθέτηση του όρου της δημιουργικής ασάφειας ήταν στην Πρωτοβουλία των 58, όταν έπρεπε να παρθούν κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία τους. Το αποτέλεσμα ήταν «άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη».

Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να περάσουμε, με έναν απλό ηχητικό αναγραμματισμό, από την ασάφεια στην αφασία. Στην περίπτωση αυτή, ενώ τα δημόσια έσοδα μειώνονται, η ρευστότητα εξανεμίζεται, οι επενδύσεις παγώνουν, τα επιτόκια εκτοξεύονται, η ύφεση επανέρχεται, οι σύμμαχοι λιγοστεύουν, η ελπίδα θα συνεχίζει να «έρχεται», η αξιοπρέπεια θα αυξάνεται, η εθνική υπερηφάνεια θα κορυφώνεται. Σε ένα τέτοιο καθεστώς αφασίας, η κυβέρνηση συνεχίζοντας να έχει την πλειοψηφία του λαού στο πλευρό της δεν θα έχει ισχυρό κίνητρο να αλλάξει την αδιέξοδη διαπραγματευτική πολιτική της. Θα συνεχίσει να αρμενίζει στραβά, καθιστώντας το δίλημμα« δραχμή ή τρίτο Μνημόνιο» από προεκλογική απειλή πολύ πιθανό πλέον ενδεχόμενο.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Πολιτείας 2012