Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, με τον λιτό τίτλο «Νοέμβριος», περιέχει μερικά από τα ωραιότερα δείγματα ολόκληρου του έργου αυτού του εξαίρετου διηγηματογράφου. Θα σταθώ στο συγκλονιστικό διήγημα «Θαμπό φανάρι». Περιγράφει τη φόρτωση των γουρουνιών ενός χοιροτροφείου σε καμιόνι με προορισμό το σφαγείο. Τα ζώα διαισθάνονται αυτό που τα περιμένει. Η απόγνωση και ο τρόμος τους εκδηλώνονται με αντιδράσεις που η αριστουργηματική αποτύπωσή τους από τον συγγραφέα σού κόβει την ανάσα: χειρουργικά ακριβής και φαινομενικά απαθής, γιατί θέλει να είναι καθρέφτης της πραγματικής απάθειας των ζωεμπόρων του επεισοδίου. Αυτό εντείνει την αναστάτωση του αναγνώστη και τον κάνει να νιώθει σαν να σέρνουν τον ίδιο για εκτέλεση.

Από τότε που υπάρχει η τέχνη, τα ζώα παίζουν σ’ αυτή πολύ σημαντικό ρόλο. Πότε ως σύμβολα ανθρώπινων ιδιοτήτων, πότε ως πρωταγωνιστές αλληγορικών μύθων, πότε ως έκφραση νοσταλγίας για μια αθωότητα που η ανθρωπότητα έχει χάσει μαζί με την αρχέγονη Εδέμ της, άλλοτε πάλι (ή και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα) ως προβολή μιας ενοχής: της ενοχής για την ασέβεια του ανθρώπου προς τη φύση, προς τη ζωή και, σε βαθύτερο επίπεδο, της ενοχής για τον πόνο που ο άνθρωπος προκαλεί συνειδητά σε άλλα πλάσματα, του δικού του ή διαφορετικού είδους.

Γιατί είμαστε τα μόνα όντα που έχουν επίγνωση ότι ο πόνος συνδέει όλα τα ζωντανά πλάσματα, αλλά και τα μόνα που τον προξενούν χωρίς να τους το επιβάλλει η αυτοσυντήρησή τους, σπρωγμένα από την έπαρση που συνοδεύει τον τεχνικό πολιτισμό και την άμετρη επιθυμία. Τα καλλιτεχνικά έργα που μιλούν για τον πόνο των ζώων μιλούν στην πραγματικότητα για την απονιά των ανθρώπων, την απανθρωπιά απέναντι σε ό,τι κηρύσσουν κατώτερο, ξένο, διαφορετικό, εκμεταλλεύσιμο, απέναντι σε ό,τι βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση από τους ίδιους. Είναι αδύνατον να δεις την καταπληκτική ουγγρική ταινία «Λευκός θεός», που προβλήθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, χωρίς να νιώσεις ότι τα δεινά του σκύλου Χάγκεν είναι τα δεινά των κάθε λογής ανυπεράσπιστων και αναλώσιμων του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού μας, των ανθρώπινων απόβλητων που παράγει η φρίκη ενός πολέμου, οι διώξεις ή η ακραία στέρηση στη χώρα τους.

Για να επιστρέψουμε εκεί από όπου αρχίσαμε, το «Θαμπό φανάρι» συνομιλεί άμεσα με ορισμένα μικρά διαμάντια της κλασικής πεζογραφίας μας, που έχουν παρόμοιο θέμα: με τα διηγήματα του Ροΐδη «Ιστορία ενός σκύλου» και «Ιστορία ενός αλόγου», για παράδειγμα, ή με το ίσως ακόμη συνταρακτικότερο διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Θεάματα του Ψυρρή». Διαβάζοντας τέτοια κείμενα κατανοείς την επιλογή των συγγραφέων τους: ο πόνος του ζώου είναι ο πόνος του αθώου στην καθαρότερη έκφρασή του, που στην περίπτωση των ανθρώπων συσκοτίζεται, νοθεύεται και υποβαθμίζεται με σοφιστείες και ιδεολογήματα.