Τα περισσότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έκριναν ότι η αγορά κρατικών ομολόγων ήταν το μόνο αρκετά ισχυρό μέτρο για να καταπολεμηθεί η απειλή του αποπληθωρισμού, όπως προκύπτει από τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της ΕΚΤ από τη συνάντηση του προηγούμενου μήνα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας αποφάσισε στις 22 Ιανουαρίου να εφαρμόσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 1,1 τρισ. ευρώ επειδή τα υπάρχοντα μέχρι τότε προγράμματα δεν θα ήταν αρκετά, σύμφωνα με την περίληψη 18 σελίδων των πρακτικών. Πρόκειται για την πρώτη φορά στην ιστορία που η ΕΚΤ δημοσιοποιεί τέτοια στοιχεία.

Ο πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι αποφάσισε τη δημοσιοποίηση πρακτικών από τις επίσημες συναντήσεις για τη χάραξη νομισματικής πολιτικής, ως μέσο αναμόρφωσης της επικοινωνιακής πολιτικής της Τράπεζας. Η ΕΚΤ πάντως απέφυγε να αποκαλύψει τη στάση που κράτησαν μεμονωμένοι κεντρικοί τραπεζίτες χωρών της ευρωζώνης ώστε αυτοί να μην αρχίσουν να δέχονται πολιτικές πιέσεις στο εσωτερικό των χωρών τους. Τυχόν τέτοιες πιέσεις θα μπορούσε να επηρεάσουν τη λήψη των αποφάσεών τους.

Η Γερμανία είχε ταχθεί κατά της ποσοτικής χαλάρωσης με δηλώσεις τόσο του προέδρου της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν όσο και της Σαμπίν Λαουτενσλάγκερ, που είναι μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Οι δηλώσεις αυτές είχαν γίνει πριν από τη συνάντηση της Τράπεζας στις 22 Ιανουαρίου. Μπορεί αυτά τα δύο πρόσωπα να μην κατονομάζονται στα πρακτικά, αλλά η θέση τους αναφέρεται λεπτομερώς. Τα πρακτικά κάνουν λόγο για ορισμένα μέλη που επιθυμούσαν να περιμένει η ΕΚΤ μέχρι να εκτιμηθούν καλύτερα οι εξελίξεις, αναφέρεται.

Αντίθετα, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου Πέτερ Πράετ που είναι επίσης ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας, ανέφερε ότι θα έπρεπε να αναληφθεί δράση λόγω αύξησης των κινδύνων αποπληθωρισμού. Ο Πράετ και το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου Μπενουά Κερέ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία των αγορών, είναι οι μόνοι που κατονομάζονται στην περίληψη των πρακτικών. Ο Πράετ πρότεινε στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης να γίνονται αγορές 50 δισ. ευρώ τον μήνα μέχρι τα τέλη του 2016. Το ποσό αυτό αυξήθηκε τελικά στα 60 δισ. ευρώ μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 επειδή υπήρχε «ευρεία στήριξη» για την άμεση πραγματοποίηση (front loading) μεγάλου μέρους των αγορών.

© Bloomberg News