Μια από τις πιο δυναμικές και πρωτοποριακές φωνές των ελληνικών γραμμάτων, ο διακεκριμένος ποιητής και λογοτέχνης Γιάννης Κοντός, έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τετάρτης σε ηλικία 72 ετών. Τους τελευταίους μήνες νοσηλευόταν στο Αττικό Νοσοκομείο.

Η κηδεία του θα γίνει το Σάββατο στις 12.30 μ.μ. από το νεκροταφείο Παπάγου.

Αφήνοντας το δικό του αποτύπωμα στα ελληνικά γράμματα για σχεδόν μισό αιώνα, μια εξέχουσα μορφή της «γενιάς του 1970», ο Γιάννης Κοντός εξέδωσε ποιητικές συλλογές, βιβλία με πεζά κείμενα και τρία βιβλία για παιδιά. Ελαβε πολλές διακρίσεις και το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «ο αθλητής του τίποτα».

Στις αρχές του 2014 παρέδωσε έναν τόμο με πεζά κείμενα για πρόσωπα, για τη ζωγραφική, για το θέατρο, για βιβλία – ο τίτλος του είναι «Μυστικά Τοπία» (εκδ. Τόπος) – ενώ η συνολική ποιητική σοδειά του συγκεντρώνεται στο «Τα Ποιήματα (1970-2010)», πάλι στις εκδ. Τόπος.

Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Το 1973 έλαβε τη χορηγία του Ιδρύματος Φορντ. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος».

«Τρία-τέσσερα βιβλιοπωλεία είχε η δική μου γενιά: Εστία, Ικαρο, Ελευθερουδάκη, Κέδρο. Ο Κέδρος ήταν το αριστερό με έναν τρόπο. Εκεί πήγα στα τέλη του 1976 και άρχισα να εργάζομαι. Το σύμπαν του Κέδρου βέβαια ήταν η χαρισματική Νανά Καλλιανέση, με βαθύ ένστικτο. Εγώ έπαιρνα τα εισερχόμενα δοκίμια και τα διάβαζα, όμως όπως πάντα τον τελευταίο λόγο τον έχει ο εκδότης, χρειάζεται μια διπλωματία σ’ αυτό εξαιρουμένων των γνωστών ονομάτων. Τότε δεν κλέβανε συγγραφείς, όπως την τελευταία δεκαετία, ενώ συγγραφείς και ποιητές όπως ο Τσίρκας ή ο Ρίτσος έδιναν απλά τον λόγο τους χωρίς συμβόλαια, έναν λόγο, έναν κώδικα συγκινητικό» είχε διηγηθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του τον περασμένο Ιούλιο στο Βιβλιοδρόμιο των «ΝΕΩΝ» και στον Δημήτρη Μανιάτη.

Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους έλληνες ζωγράφους.

Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.

Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.

Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

Ο Κοντός γνώρισε από κοντά τον αφρό της ελληνικής διανόησης. Στην ίδια συνέντευξή του στο Βιβλιοδρόμιο των «ΝΕΩΝ» έλεγε συνοπτικά: «Ο Τσίρκας ήταν κοσμοπολίτης, ένας Ρωμιός της Διασποράς με έντονο μελαχρινό δέμας, πολύ έξυπνος, που κατόρθωσε να κάνει την Τριλογία του ευαγγέλιο της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Εγώ δύο ανθρώπους έχω γνωρίσει πολύ ευγενείς: τον Ρίτσο και τον Εμπειρίκο. Ο Ελύτης που πήγαινα σπίτι του μέχρι να ‘ρθει σε επικοινωνία μαζί σου ήταν παγωμένος και είχε μιαν απόσταση, όπως κι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Αν όμως σε αγαπούσαν…».

Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας άνθρωπος που ξεχώριζε. Εγραφε πεισματικά με μολύβι – «για λόγους αντιστάσεως» έλεγε. Δεν είχε κινητό τηλέφωνο ούτε αυτοκίνητο – «αυτό που βλέπουμε κάθε μέρα, οι πάντες με ένα τηλέφωνο στο αυτί να λένε σχεδόν βλακείες, είναι φλυαρία» είχε πει σε συνέντευξή του το 2008 στο bookbar.gr. Στην ίδια είχε περιγράψει σχεδόν προφητικά τα συμπτώματα που θα οδηγούσαν στην κρίση:

«Το απαισιόδοξο είναι ότι οι συμπολίτες μας μεταπολεμικά, καταναλώνουν τρελά, αγοράζουν συνεχώς αυτοκίνητα, κάνουν ταξίδια άνευ λόγου και αιτίας. Εξ ου και αυτά τα δάνεια των Χριστουγέννων. Ποια είναι η υπαρξιακή αγωνία ενός μέσου ή και κατώτερα αμειβόμενου να παίρνει δάνειο και να πηγαίνει στη Χονολουλού; Να κάνει τι; Καταλήγει κωμικό. Δηλαδή ο μπακάλης με τη μπακάλισσα, που είναι κατά τα άλλα αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι, να πηγαίνουν στη Χονολουλού!… Να κάνουν τι;»